Greek Poetry

Introduction to my poetry

This is my personal poetry collection page. All of my poems are written in Greek. They are my "Thirty Pieces of Silver: the whispers of sorrow". They have been written during a really challenging nine years of my life, between 1990 and 1999. The first one was written in October of 1990, and the last one in October 1999. They represent a sort of a spiritual trade-off, a pact that I made with my own self, and they helped me go through a journey that was riddled with self doubt, often uncertainty, and soul-searching. I struggled for a long time to have them organized in something of a literal form rather than scattered "whispers". I am leaving them here in their original Greek form, as my lyrical and literate skills in English are not anywhere near a level that would give them poetic justice. I only attempted to provide a non-literal English title under each poem.

Τριάκοντα Αργύρια: Οι Ψίθυροι της Θλίψης | Thirty Silver Coins: The Whispers of Sorrow

Contents:

Η Νύχτα (αργύριο πρώτο) | The Night (first silver coin)

Οκτώβριος 1990 | October 1990

  * Είναι, σπάνια κάτι νύχτες
    που μένουνε βαθειά χαραγμένες
    στη μνήμη - σαν σε όνειρο, σαν οπτασία.
    Και σαν τέτοιες, σημαδεύουν τη ζωή μας,
    τη σκέψη μας, το μέλλον.

Ήταν αυτή η νύχτα,
μέσα στην αιώνια σκοτεινιά της,
άνοιξε τα φτερά της και με σκέπασε.
Ναι, ήταν αυτή η νύχτα,
φώτισε το μέλλον της αγάπης,
φώτισε την δύναμη του φόβου -
το αίμα παγωμένο στις άκρες των δακτύλων.

Ήταν αυτή η νύχτα,
σιωπηλή, όμορφη, τρομαχτική,
σκόρπισε στην ατμόσφαιρα τη σκέψη μου.
Ναι, ήταν αυτή η νύχτα,
που το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν,
συνάντησαν την αιωνιότητα
Ναι λοιπόν!... ήταν εκείνη η νύχτα... για πάντα....

Θεού Σοφία (αργύριο δεύτερο) | God's Wisdom (second silver coin)

Μάρτιος 1990 | March 1990

Πρόσφερε ζωή μέσα στην έρημο,
ελπίδας σταγόνες, πρωτόγνωρες και γοητευτικές
π' αγγίζουν της μάνας-γης το ξερό της πρόσωπο.
Δάκρυ δροσιάς, που κυλώντας για να βρει το ταίρι του,
κάτω από τη γη ανθίζει, κρυφά μες στο σκοτάδι,
ώσπου το φως ν' αφήσει άπλετο, ν' ανοίξει το φτερό.

'Ω! Εσύ!...
Θεέ της γης, Θεέ τ' ανθρώπου, Θεέ τ' ονείρου
Θεέ της χαραυγής, της ηλιαχτίδας
Ώ! Εσύ!... Θεέ του θεού!...

Τρεμάμενο το χέρι προσφέρει,
την απειροστή σταγόνα της βροχής.
Κι αν πια κανείς δεν μπόρεσε αυτή να πιάσει,
είναι Αυτός που τ' αδύνατο κατάφερε να κάμει.
Είναι η φλόγα της σοφίας, της ελπίδας,
είναι η φλόγα που δε σβήνει πια ποτέ!

Ώ! Εσύ!...
Θεέ της σοφίας!
Τι κι αν τα παιδιά μας, πεθαίνουνε στον δρόμο;
Τι κι αν τ' απέραντο σκοτάδι σκεπάζει τη ζωή τους;
Τι κι αν η πείνα, στρυφνή κι αχόρταγη
δέρνει τα γεμάτα πληγές τους σώματα;
Σύ' σαι ο Θεός τους.
Να 'σαι περήφανος της ευτυχίας των πλασμάτων Σου!
Ώ! Εσύ!... Θεέ του θεού!....

Δημιουργία (αργύριο τρίτο) | Creation (third silver coin)

Μάιος 1991 | May 1991

Μια ανεκπλήρωτη κι απόλυτη αντιστοιχία, άϋλη κι επιβλητική
Ένας σπασμένος κρίκος, η ψευδαίσθηση της Δημιουργίας
Στα τ' ανεκτίμητο αίμα που κυλά, στις φλέβες της ζωής
Η τάξη του χάους, η ίδια η εντροπία, τα φτερά του σύμπαντος,
    ... Δημιουργία.

Ένα νήμα που ενώνει την άβυσσο, με τ' απόλυτο σκοτάδι
Μακάβρια, καταθλιπτική οπτασία, διαποτίζει τις αισθήσεις
Η ισορροπία της παρουσίας, τ' απροσδιόριστο, άπλετο φως,
Το χέρι, ο ζωοδότης άνθρωπος, ανούσιος πόθος,
    ... Δημιουργία.

Μια αλλοπρόσαλλη σκέψη, λάμπει εμπρός στην αίσθηση του φόβου
Κύκνειο άσμα, αστράφτει, πάνω στη σιγή της μοναξιάς
Τ' ακατανόμαστο λίκνο, που σιγοκαίει στα βάθη της ύπαρξης
Εκεί, μέσα βαθιά, πέρα απ' το φως, πέρα απ' την τάξη, πέρα απ' τη δύναμη,
    ... Δημιουργία.

Η Μοναξιά του Μελλοθάνατου Ι΄ - Αετός (αργύριο τέταρτο) | Dead Man's Loneliness I' - Eagle (fourth silver coin)

Μάϊος, 1991 | May 1991

Κυττάζοντας εκεί μακριά,
    στον ματωμένο ορίζοντα της καταστροφής.
Αφήνοντας την ματιά μου ν' ακολουθήσει πλανόμενη,
    τον αετό που μόνος φεύγει μακριά.

Ο ίσκιος του κόσμου πέφτει επάνω στον καπνό,
    που σε στήλη υψώνει ψηλά στον ουρανό τα όνειρά μου.
Κι όπως η φρίκη καρτερεί τον πόνο,
    όπως η αηδία αναζητά τον φόβο,
Ο αετός μου φεύγει, πετά, παρατηρώντας δίχως ελπίδα,
    τ' απομεινάρια της μανίας των ανθρώπων

Τον όλεθρο, που ξεριζώνει την αγάπη,
Το νυστέρι που οικτρά παραμορφώνει τα ίχνη,
    τα στερνά θεμέλια της Δημιουργίας.
Το βάρος που στα μάτια μου ασκεί,
    το δάκρυ της μοναξιάς μου,
    η οντότητα του τίποτε.

Τα μάτια του αετού απλανή,
    τυφλωμένα από τον πόνο της επιβίωσης
Τυφλώθηκαν σαν ψάχνανε να βρούν το τέρμα,
    την αιτία, τον βυθό, την κορυφή.

Της όξινης βροχής τ' ολόμαυρο σεντόνι, φρικαλεότητες:
    ξερίζωμα της γης, το τρεμόσβημα του τρόμου στα μάτια
Οι ερπύστριες λειώσαν την ψυχή του,
    τα όνειρα, μια μάζα φωτιάς στο ξέρασμα των κανονιών.
Ιδέες θαμμένες στα ερείπια των βομβαρδισμών,
    η μασκαράτα των νεκρών....
Π' απλώνουν τα χέρια προς την άβυσσο!

Το απολίθωμα του κόσμου, πλανάται μές στο Σύμπαν,
    θεατής τούτου τ' ονείρου
Ξεριζωμένοι τοίχοι, νεκρώσιμες ιαχές,
    στάχτες που 'μείναν να θυμίζουν,
... μια ξεθωριασμένη ανάμνηση!...

Η Μοναξιά του Μελλοθάνατου ΙΙ΄ (αργύριο πέμπτο) | Dead Man's Loneliness II' (fifth silver coin)

Ιούνιος 1991 | June 1991

  * Τούτη η εκδοχή, είναι κάτι από μισοσβησμένες,
    ξεθωριασμένες κραυγές, που με τα χρόνια
    εξακολουθούν να παραμένουνε στη σκέψη.
    Έτσι, απλά, γαλήνιες, παθητικές αντιστάσεις
    στον παραλογισμό του πολέμου.

Μονάχος...    μέσα στη νύχτα της σιωπής
Ο Θάνατος...    σε περιμένει να φανείς
Το βάρος...    που στα μάτια σου ασκεί
Το δάκρυ...    της μοναξιάς το ταιριαστό το ταίρι.
Τώρα, τ' απόμακρο πουλί, προσμένει!

Όλεθρος...    που ξεριζώνει την αγάπη απ' την ψυχή
Κι ο φόβος...    απομεινάρι της μανίας των ανθρώπων
Όνειρα...    θαμμένα στα ερείπια της γης
Τα όνειρα...    στήλη καπνού ψηλά στον ουρανό πετάνε
Τώρα, μια ανάμνηση μονάχα μένει!

Τρόμος...    που παγωμένα σου χαϊδεύει τα μαλλιά
Κι η αλήθεια...    ολόγυμνη να σου χαμογελά
Ελπίδες...    ξεριζωμένοι τοίχοι, νεκρώσιμη ιαχή
Στάχτες...    που 'μείναν μόνες να θυμίζουν το γιατί
Τώρα, η μασκαράτα των νεκρών σε περιμένει!

Σιωπηλός Ζητιάνος (αργύριο έκτο) | Silent Beggar (sixth silver coin)

Δεκέμβριος 1992 | December 1992

Όταν η απόγνωση ξεφτίζει τη ζωή σου,
όταν το κορμί σου η νύχτα αρπάζει ξαφνικά
μια σκέψη - αστραπή, σκεπάζει την ύστατη κραυγή,
που απ' το στόμα σου, σαν όλεθρος πηγάζει.

Τι να 'ναι αυτό που ένοιωσες, ζεστή ανάσα στην καρδιά σου
Τι να 'ναι αυτό που ήλθε ξαφνικά, μια κρύα νύχτα του χειμώνα
Μην είναι ανέμου παιγνίδια, μιας κρύας νύχτας του Δεκέμβρη;

Όταν ξαγρυπνώντας, ψάχνεις το άγνωστο να υποτάξεις
απάντηση ψάχνεις να 'βρεις, λευκό σεντόνι να σκεπάσεις
την μαύρη σκέψη που σαν σφήνα, σου τρυπάει το μυαλό.
Μα, πες αντίο, παγωμένος τρόμος, χαϊδεύει τον τρελό!

Κοιτώντας έξω από το τζάμι, ανέμελους ανθρώπους - συντρίμμια,
η αλήθεια γυμνή, χαμογελά μες στη βοή του πλήθους,
μέσα στην κάπνα απ' τα τσιγάρα: ζαλισμένη απ' το ποτό,
ψάχνει να βρει ελπίδα, ανάσα, λύτρωση.

"Κι όμως" είπε ο ζητιάνος, "δεν είσαι μόνος στη ζωή"
"είναι η φύση του ανθρώπου, κρυφό λαγούμι να ψάχνει να κρυφτεί"
"κοίτα τα χέρια μου", είπε: κι ήτανε άνθη που τα 'κλείσαν στο κλουβί
Κι έμεινες πίσω ν' αναρωτιέσαι πόσο ακόμη θα σωπαίνεις στη ζωή.

Ευχές Ονείρου (αργύριο έβδομο) | Dream Wishes (seventh silver coin)

Νοέμβριος 1992 | November 1992

Πες πως κοιμήθηκες και είδες εφιάλτη
Είν' ένα όνειρο, δεν είσαι πια εδώ
Πες πως ο θάνατος δεν σε τριγυρίζει,
πες πως ο κόσμος, είν' ειρηνικός

Κύττα τριγύρω σου, νεκροί παρατημένοι
και τις εκρήξεις που σου ταράζουν την καρδιά
Κύττα το δάκρυ που κυλά στο πρόσωπό σου
και τον λυγμό που σου τραντάζει το κορμί

Δες τα παιδιά που ψάχνουν τους γονείς τους
μες στα ερείπια της καμένης τούτης γης
Άκου το σφύριγμα τ' ανέμου στο κορμί σου
και πες μου νοιώθεις την καρδιά σου να πονά;

Κύττα τριγύρω σου και πες μου αν αξίζει
ν' αργοπεθαίνει η ειρήνη πια στη γη
Πες μου πως θα 'θελες απόψε να ξυπνήσεις
σε έναν κόσμο δίχως τη φρίκη αυτή

Κλείσε τα μάτια σου και κάνε μιαν ευχή:
πολέμου μοίρα ξανά να μη μας βρει
κι ας είναι αυτή η τελευταία η ευχή σου,
καθώς η ψυχή σου, πετάει μακριά

Έσβησαν τα φώτα (αργύριο όγδοο) | The Lights are Gone (eighth silver coin)

Φεβρουάριος 1994 | February 1994

Μια κραυγή μες στην ομίχλη
στου μυαλού τη σκοτεινιά
Μες στου φεγγαριού το βλέμμα
και στης νύχτας τη θωριά
Είν' απόμακρο κι αδύνατο να φτάσω
όλα όσα φεύγουνε, και πίσω δεν γυρνούν
κι αφήνουν ένα δάκρυ να κυλά

Πάντως πια κουράστηκα,
να βλέπω όλ' αυτά
Τώρα πια κορέστηκα,
θα κουρνιάξω στη γωνιά
Τώρα πια χαθήκανε, τα πάντα στη στιγμή
σβήσανε τα φώτα, χάθηκε η μουσική
κι έκλεισα τα μάτια απ' την αρχή

Μια καληνύχτα, σου ζητώ για να μου πεις
Μια καληνύχτα, κι ας είναι να χαθείς
Μια καληνύχτα, στα μάτια σου να βρω
κι αν θέλεις, χάνομαι κι εγώ!

Χάνομαι (αργύριο ένατο) | Loosing Myself (ninth silver coin)

Μάρτιος 1994 | March 1994

Σαν καπνός από τσιγάρο,
που στο φως θολούρα φέρνει,
εξατμίζομαι σιγά, σιγά απόψε

Δες απ' έξω ο ήλιος δύει
κρύβει μέσα του τη νύχτα
και δυο μάτια βουρκωμένα, χάνονται

Χάνονται, στου φεγγαριού τη νύστα,
Λήθη, σκοτάδι, καληνύχτα!

Στο κορμί μου τα σημάδια,
πού 'χω για να μου θυμίζουν
΄κείνη την μοιραία τη στροφή

Τώρα άνοιξε τα μάτια,
ξόρκισέ με απ' τη σκέψη
μαζί με την στερνή μου την πνοή

Χάνομαι, μες στ' ουρανού το στέμμα,
Λήθη, σκοτάδι, καλημέρα!

Σκιές τ' Ονείρου (αργύριο δέκατο) | Shadows of Dreams (tenth silver coin)

Ιανουάριος 1995 | January 1995

Ω! Εσείς σκιές τ' ονείρου,
στους τοίχους χαραγμένες!
Φωνές ψυχρές, τρομαχτικές,
που απ' το στόμα σας πηγάζουν

Ω! Εσείς υπέρτατοι κριτές,
που την ψυχή μου απόψε κυνηγάτε!
Ακούστε τώρα τη φωνή,
ενός μικρού κι ασήμαντου ανθρωπάκου

Αφήστε, σε παραλήρημα να πω,
την ιστορία μου όλη
Και μην βιαστήτε το παρόν,
να κρίνετε μονάχα

Γεννήθηκα μια μέρα φωτεινή,
πάρα πολλά πριν χρόνια
Σε έναν κόσμο μαγικό,
μα κι αγνό θαρρούσα ακόμα

Μεγάλωσα στο όνειρο,
που όλοι μέσα μας βαστούμε
Και την ζωή μου έζησα,
άδικα προσπαθώντας

Ω! Εσείς σκιές τ' ονείρου
ακούστε τώρα την κραυγή μου!
Σωστά δικάστε μες θαρρώ,
την τελευταία τούτη ώρα...

Απολιθώματα (αργύριο ενδέκατο) | Fossils (eleventh silver coin)

4 Σεπτεμβρίου 1995 | September 4, 1995

  * Σ' έναν πατέρα πού 'φυγε,
    δίχως θωρρώντας πίσω του,
    το μέλλον ν' αντικρύσει...
    τούτο είναι το δικό μου "εις υγείαν"...

Εγκώμιο πλεγμένο στ' άγρια κι απόμακρα στοιχειά
εκείνα που ασύστολα νανούριζαν, του πόνου το κρεβάτι
κι απολιθώματα βαρειά, σημάδευαν τους τοίχους,
ξυμένα, αχνά, κι απροσδιόριστα, μα τόσο ζωντανά.

Θαρρείς και οι χαραγματιές, με μιας θα 'βγαίναν από 'κεί
χορό να στήσουν, τα σύμβολα παλεύοντας να βρούν.
Για να χαράξουν ξέφρενη πορεία, προς τ' άγνωστο,
εκεί μακριά,
που μήδε νούς, μήδε κι ο πόνος,
κάποτε θα φτάσουν

Κι ύστερα, απόλυτη σιωπή...
Τα δακρυσμένα μάτια αφέθηκαν μονάχα να θωρούν...
Τους ξεφτισμένους τοίχους!....

Φλόγες του Πεπρωμένου (αργύριο δωδέκατο) | Flames of Destiny (twelfth silver coin)

Σεπτέμβριος 1995 | September 1995

Οι σκόρποι ήχοι που κάποτε εθύμιζαν ζωή,
τώρα π' απόμακροι φαντάζουν, μα και ξένοι
Κι οι ξεχασμένες αναμνήσεις μου γυρνούν,
να μου θυμίζουν όλα 'κείνα τα παλιά
που το χθές στου σήμερα πανί, προβάλλουν.

Τα βλέμματα τα στοργικά, οι κόκκινες ανταύγειες
ωσάν βροχής το θρόισμα φωνές,
ακούσματα από καιρό, μες στης ψυχής τα βάθη ξεχασμένα
κι εκείνο το μικρό, πικρό κι αχνό χαμόγελο
στα σύννεφα ανάμεσα, μιας μεθυσμένης θύμησης κοιμάται.

Αφούγκρασμα της φύσης, στοργικό φτερούγισμα
που στης ψυχής το βάθος όρια αγγίζει.
Ξάφνου πετάγονται με μιας οι αναμνήσεις
σαν φλογισμένος ποταμός ξεχύνονται μπροστά μου.
Στα μάτια, δάκρυα μου φέρνουν, και λυγμούς
και χάνονται όπως ήρθανε ξανά, εκεί μακριά
στης μνήμης το βαρύ φορτίο να στοιβάζουν.

Αναζήτηση (αργύριο δέκατο-τρίτο) | Quest (thirteen silver coin)

Οκτώβριος 1996 | October 1996

Στης φλόγας το τρεμούλιασμα ουρλιάζω,
που να σβήσει πάλι πάει, να χαθεί
Όπως σβήσανε τα όνειρα και 'φύγαν
κι όλα μείνανε κουφάρια σιωπηλά.
Κι εγώ έμεινα μονάχος να φαντάζω
τρεμοσβήνοντας σιγά, σαν φλόγα καντηλιού
περιμένοντας κάποιον να με σβήσει.

Οι ελπίδες, οι ελπίδες σβήσαν όλες
Τα πουλιά, τα πουλιά 'φύγαν κι αυτά
κρεμασμένος στο πρεβάζι, περιμένω
ένα νόημα, μια στερνή ματιά.
Από σένα που αδιάφορα διαβαίνεις
τούτη την φτωχή, την ώρα της σιωπής
αγναντεύοντας τ' ορίζοντα το φως

Σ' έψαξα κι απόψε μα δεν ήρθες
Σ' έψαξα σ' ολόκληρη τη γη
Σ' έψαξα στου ήλιου τις αχτίδες,
μα μόνος περιμένω την αυγή

Το Παραμιλητό (αργύριο δέκατο-τέταρτο) | The Mumbling (fourteenth silver coin)

Φεβρουάριος 1997 | February 1997

  * Για τα ξεθωριασμένα οράματα που πνίγηκαν
    μέσα στην περιδίνηση κάποιων "λευκών" ονείρων.
    Για τις πλατείες - εφιάλτες αδιάφορων πολιτειών
    Για τα πρώτα, διψήφια χρόνια, που διαβήκανε
    στραγγίζοντας ρουφώντας αδηφάγα τις ανάσες.
    Για 'κείνους του υιούς, της μοιραίας πλάνης....

Χαμένος μέσα στη νυχτιά, μονάχος συλλογιέμαι
βρώμικος και αξύριστος, την τύχη καταριέμαι
που μ' έριξε με μια σπρωξιά σε τούτη τη συνήθεια
ποτίζοντάς μου την ψυχή με χίλια παραμύθια

Πως ήταν τάχα όνειρο, κι απόψε θα ξυπνήσω
τους φίλους τους αξέχαστους, ξανά θα συναντήσω
Μα αλίμονο ο άμοιρος, δεν το 'χα φανταστεί
ξυπνώντας πως θ' αντίκρυζα μια αλήθεια τρομερή

Στης χαραυγής το άγγιγμα, στου σούρουπου το βλέμμα
στάλα τη στάλα χάνεται, τ' ακάθαρτο το αίμα
Κάθε φορά που προσπαθώ, ν' αγγίξω το κορμί μου
η σκέψη μου μαραίνεται, σφίγγεται η ψυχή μου

Απόμακρα φαντάζουνε, τα όνειρα που είχα,
το γέλιο, το χαμόγελο, και του φιλιού η γλύκα
Ωσάν του μελλοθάνατου την τελευταία λέξη
θα πω απόψε πριν θαρρώ, ο νους μου να σαλέψει

Στης μάνας μου την αγκαλιά, αφήνω την ψυχή μου
στα πέρατα τ' ορίζοντα, χαρίζω το κορμί μου
Η νιότη μου σαν την βροχή, ας είναι πλημμυρίδα
και τ' όραμά μου το στερνό, προσφέρω στην πατρίδα

Έ, ουρανέ! Εκεί ψηλά, το ξέρω πως μ' ακούς
εξάγνισέ με απ' αυτούς, τους πόνους τους φριχτούς
Γη - μητέρα κι αδελφή, εδώ που σε πατώ
Άνοιξε τις αγκάλες σου, απόψε να διαβώ!

Απρόσιτα Όνειρα (αργύριο δέκατο-πέμπτο) | Unreachable Dreams (fifteenth silver coin)

Ιούνιος 1997 | June 1997

Θεριεύοντας μέσα στης γης, το άϋλο δοξάρι
χορεύοντας εκείνον τον παράξενο χορό της χαραυγής,
του φεγγαριού το άγγιγμα νοσταλγικά θωρώντας.
Κραδαίνοντας στα χέρια τους τις δάφνες της σιωπής,
σαν πια ν' αντίκρισαν από μακριά,
την πολιτεία 'κείνη νοσταλγικών ονείρων
Μα, συμφορά! Σαν να 'τανε το πέλαγο απλωμένο
εκεί, ανάμεσα σ' αυτούς και τ' όνειρο
που μιας ζωής σκληρής, αδρής και πονεμένης
αποκοτιάς, φλόγας ψυχής τη θέρμη καρτερούσε!

Ώ! Χίλιοι δαίμονες, και άλλοι τόσοι αγγέλοι,
κινήσαν να σβουρίζουνε μες στου μυαλού τη φρίκη.
Όνειρα και οράματα, και τόσοι εφιάλτες,
της νιότης ψίθυροι κρυφοί, καθάριοι αποστάτες.
Απ' της ψυχής το θέριεμα ολόγυρα χυθήκαν
κι έσπευσαν κι αδράξανε το φως, την ηλιαχτίδα,
τα 'καναν θάλασσες στυγνές, αντάριες, φουσκωμένες.
Ωσάν στα βάθη τους θαρρείς να κρύψουν, να βυθίσουν
άλλα ναυάγια, ελπίδες προδομένες,
που άλλοτε περήφανα στις πολιτείες των ονείρων αρμενίζαν....

Υποσχέσεις (αργύριο δέκατο-έκτο) | Promises (sixteenth silver coin)

16 Σεπτεμβρίου 1998 | September 16, 1998

Της γης ο θάνατος, μυριάδες ξωτικά,
που σκανταλίζουν την ψυχή και το κορμί
σ' ένα ατέρμονο ψιχάλισμα των λέξεων

Τα χιλιάδες λαμπυρίσματα φωτός,
ανεκπλήρωτες, ανέγγιχτες υποσχέσεις
που στο κενό αφιερώνουν ην ύπαρξή τους

Ένα μειδίαμα στο τέλμα της απόγνωσης,
αποκολλά την σκέψη από το σώμα
κάτι σαν φράσεις τρεμοπαίζουν στην σκηνή.

Κάτι σαν τρομερές, κρυσταλλικές φωνές,
πορφυροστόλιστες, ηρωικές επάρσεις
ανάχωμα στου φόβου το ερημικό σκοτάδι

Πίσω από το Προσωπείο (αργύριο δέκατο-έβδομο) | Behind the Mask (seventeenth silver coin)

26 Σεπτεμβρίου 1998 | September 26, 1998

Στο μοιραίο τέλος, ένα σεντόνι της φυγής.
Άνθρωποι - ποντίκια, επίδοξοι αστέρες
που στ' ανέμου το φύσημα σκορπούν, εξαερώνονται.
Στων ξεφτισμένων δρόμων την ανυπόφορη οσμή.
Οσμή θανάτου, αίματος - μια ξέφρενη πορεία.
Η λεωφόρος της ντροπής, ανύποπτη διάβαση της φρίκης.

Στο βλέμμα της απόγνωσης, εξίσωση περίεργη.
Άνθρωποι, κτίρια, όλα μια άμορφη μάζα σιωπής,
περιπλάνηση στην βροντερή αλήθεια της ζωής.
Κοίταξέ την, άγγιξέ την, βυθίσου στη σιωπή της,
στο σκοτάδι π' αναδύεται μέσα από εκτυφλωτικό φως.
Ένα δευτερόλεπτο, μια στιγμή, μια ανάσα στο κενό.

Χέρια ρυτιδιασμένα, ικετευτικά ανήμπορα υψωμένα προς τη λάμψη.
Σ' έναν ήλιο γερασμένο, σ' ένα φως ξεφτισμένο.
Ανόητη τελετουργία στο κατώφλι της επιβίωσης.
Άδραξε την στερνή τη σκέψη που χάνεται εμπρός σου,
πριν το χημικό φως απλώσει τα πέπλα του στην πόλη.
Πριν το μυαλό να ταυτιστεί με το αδιάκοπο τρεμόσβημα του πολιτισμού.

Η νυχτιά της πολιτείας απλώνει θρασύτατα τα πέπλα της,
ρουφώντας άπληστα τον ύμνο της ανθρώπινης υστερίας.
Φόβοι, αγωνίες και κραυγές στέκουν απρόσωποι μάρτυρες
- Πέρα, κάπου μακριά, μες στο σκοτάδι, το γνωρίζω,
μυριάδες βλέμματα, ματιές μας πλημμυρίζουν.
Μας νανουρίζουν σ' έναν τελετουργικό χορό ελπίδας.

Απογευματινό Τοπίο - Παρμενίων (αργύριο δέκατο-όγδοο) | Afternoon Landscape - Parmenion (eighteenth silver coin)

9 Οκτωβρίου 1998 | October 9, 1998

  * Είναι ίσως, συγκλονιστικό, πως, μια απλή εικόνα,
    μπορεί να ισορροπεί ακόμη και πάνω στα δυσκολότερα,
    στα πιο ποταπά τα χρόνια.

Κλαδιά που στ' ορίζοντα το νεφέλωμα,
απαιτητικά απλώνονται.
Δίχως οργή, δίχως ανάγκη
Κάτω από τ' ουρανού,
το πέπλο της φυγής
Κάτω από τις γκριζογάλανες,
ανταύγειες της ομίχλης.

Κάτι τ' απόμακρο,
αχνά φεγγίζει
μες στον αχό και τη σκιά
Κάτι που λάμπει πέρα εκεί,
πέρα μακριά...
    ... πέρα απ' το σύννεφο!

Κηλιδοφόρος Νιότη (αργύριο δέκατο-ένατο) | Stain-bearing Youth (nineteenth silver coin)

Ιούνιος 1999 | June 1999

Φλόγες, λάμψεις, άρωμα φωτιάς,
μια απαλή μελωδία αγγίζει τη μνήμη
Γαλήνη στο ρυθμό της σιωπής
κι όμως, όμως βράζει η γη,
βράζει η φύση, εκρήγνυται η ψυχή.

Πλησιάζω, κι όλα διαλύονται
γίνονται ακίδες σκόνης και βοή.
Διάχυση στον άνεμο, απρόσμενη ζωή,
που αναδύεται από τη σκόνη της ψυχής,
πια μοιάζει σαν κατάρα, σαν ευχή.

Λαθρεπιβάτης στο ταξίδι της ζωής,
ακροτελεύτεια κραυγή, διαπερνά το στέρνο.
Κηλιδοφόρος νιότη, ενέχυρο συνωμοσίας,
οστά από γυαλί, σάρκα ημίρρευστη,
μετάλλαξη της κοινωνίας των άβουλων εθνών.

Μια Ωδή στις Εικόνες της Ζωής (αργύριο εικοστό) | An Ode to Life's Images (twentieth silver coin)

12 Αυγούστου 1999 | August 12, 1999

Ύμνος στις αμέτρητες ρωγμές της συμβατότητας
σκορπισμένες, διάσπαρτες στη μνήμη.
Μια ψαλμωδία, μια ωδή στο πεπρωμένο
συμβολική μετάληψη οίνου ηδονής
μετρά τον χρόνο, τις στιγμές της χαραυγής.

Μηρυκασμός της ύπαρξης, ματαιότητα
Υπερφίαλες, κενές οραμάτων εικόνες
ενός κόσμου συντετριμμένου και βωβού.
Άρπαγες της νιότης, λύκοι της σιωπής
φλοίδες ελπίδες στον ρυθμό της εποχής.

Αγωνίες, τάσεις μιας απόλυτης φυγής
Φυγής προς το κενό, φυγής από τ' απόλυτο
εκείνων που στο άγγιγμα τ' ανέμου καταρρέουν
Κάστρα σιωπής, πύργοι απόγνωσης
Υψώνουν φράγμα στον ορίζοντα, το βλέμμα μας θωπεύουν.

Το χέρι τρέμει στην ιδέα της λήθης
μιας λήθης απόλυτης κι αφοπλιστικής.
Τα στοιχειά της φύσης, που άλλοτε αγέρωχα θωρούσαν
τώρα γίνανε εικόνες, ζωγραφιές και παραστάσεις
μυθολογία της φυγής, λογοτεχνία της σιωπής.

Μια αιθέρια παρουσία γεννιέται στο μυαλό μου
καθώς τα βλέφαρα σφαλίζουν, στις εικόνες της ζωής
Στην κορυφή των βράχων στέκει ολόρθη,
απόμακρη, ασυγκίνητη, την θάλασσα θωρεί
μ' ένα βλέμμα δακρυσμένο, θολερό.

Ω! Γλυκειά της σκέψης ύπαρξη!
Κοίταξέ με, αντίκρυσε της νιότης σου το φως
που λαμπυρίζει μες στις κόρες των ματιών μου
Φλέγομαι, το πρόσωπό σου γύρισε να δω
τα μάτια εκείνα που με θέρμη τον Ωκεανό θεριεύουν.

Γνωρίζω τ' όνομά σου, κι όμως μια γλυκειά θλίψη
απλώνει τα πέπλα της πάνω σου
τόσο που φοβάμαι πια να το προφέρω
Μια γλυκιά γαλήνη αναζητώ
ανάμεσα στων βράχων την σκληρή αλμύρα.

Τα γόνατα λυγίζουν, τα χείλη τρεμοπαίζουν
καθώς η θολερή μου σκέψη βίαια σε αποπαίρνει
Μέσα στον αχό της θάλασσας, και την βοή
ο ουρανός κι η γη σμίγουν κι εξισώνονται
έως ότου μαζί σου γίνουν ένα, μια γραμμή, ένα σημείο.

Τα μάτια σφαλίζουν - το φως της φρίκης
ορμητικό, απαιτητικό, με αποπαίρνει
Το μονότονο σύρσιμο της σκέψης με ξυπνά
καθώς η εικόνα σου χάνεται, σβήνει στα όρια της λήθης
Μόνο τ' όνομά σου μένει να αιωρείται στο κενό:
        Ε λ π ί δ α.

Ξεχασμένη Πολιτεία (αργύριο εικοστό-πρώτο) | Forgotten City (twentieth-first silver coin)

10 Σεπτεμβρίου 1999 | September 10, 1999

Ήχοι μιας πόλης ξεχασμένης
στης λησμονιάς το πέρασμα απλωμένης.
Μνήμες σκόρπιες, παιγνίδι της σκιάς,
μάταια καρτερούν το φώς,
την αχτίδα της φωτιάς.
Άλλους τους τυραννούν, τους κατατρέχουν,
κι άλλους, αλίμονο, στη λήθη τους τυλίγουν.

Ήχοι λουσμένοι στης ελπίδας την χροιά
ήχοι της γης, διαχεόμενοι στο άπειρο.
Απόμακροι, κι όμως εκπληκτικά οικείοι
αγγίζουν, ψαχουλεύουν με όρμή,
όσα περιτυλίζουν στην σιωπή.
Σ' εκείνους που το άγγιγμα αισθάνονται,
μια πλημμυρίδα ηδονής, προσδίδουν.

Ήχοι μιας πόλης ξεχασμένης
ωσάν ταξίδι της βοής, συρμένοι.
Πτυχώσεις έκφρασης, ανάσες κι αγωνίες
ωσάν γρατζουνίσματα ήχων στη σιωπή
κινούνται, αργοσαλεύουν ως πέρα μακριά
Εμπρός στο βλέμμα τους τσακίζονται
προσιτές, καλοσυνάτες εικόνες.

Πέπλα σε νοσηρές βιτρίνες...
... κάτι σαν νοσηρές ελεημοσύνες

Κι όμως φλόγα ψυχής, τρεμούλιασμα.
Ανάκρουσμα ζωής στην πλάση...

Ποιο ικρίωμα θάρρους;
ποιο βλοσυρό κουράγιο γέννησε;

Τριλογία σε ΛΑ Ελάσσων (αργύριο εικοστό δεύτερο) | Trilogy in G-Minor (twentieth-second silver coin)

15 Σεπτεμβρίου 1999 | September 15, 1999

Ι. ΠΛΗΚΤΡΑ

Πλήκτρα· χορεύουν, αγωνιούν
κάτω από τ' άγγιγμά σου
ωσάν κελάρυσμα νερών
ήχοι· ξεχύνονται δειλά μες στο σκοτάδι.
Ταξίδι ξεκινούν, θεριεύοντας ψυχές,
τιτλοφορώντας φράσεις ξεχαμένες
κι από καιρούς παλιούς αρχινημένες.
Συχνά ατέλειωτες, ημιτελείς
έτσι που φαντασίας
κρούοντας τις θύρες
συντροφεύουν πόθους κι ασίγαστες επάρσεις
κι άλλοτε θάβοντας βαθιά
έγνοιες, αγκομαχητά.

Πλήκτρα· σαλεύουν, ασφυκτιούν
πέρα απ' τα δάκτυλά σου
η ατμόσφαιρα υποκλίνεται
στο πέρασμα των ήχων.
Στριφογυρίζουν, περιελίσσονται
σφραγίζοντας το υπερνοητό βασίλειό τους
πάνω από το κενό, την σιωπή
αρχέγονα ξυπνώντας ένστικτα
που μοιάζουν κάδρων ζωγραφιές
κάποιων άγριων τοπίων της αυγής.
Τόσο που τ' άκουσμα
γίνεται άρμα, ανάβαση,
σκήπτρο της πιο ευγενικής πορείας.

Πλήκτρα· ενίοτε πονούν
τον πόνο της ψυχής σου.
Σώπασε· εκεί στον κόσμο τους
κουβέντες, λόγια δεν τους πρέπουν.
Πώς άλλωστε μπορεί κανείς,
το άλφα με τ΄ ωμέγα
να στοιχίσει;
ζευγάρι στον χορό τους
να τα πλάσει;
Το ΄να αγγίζει μιαν αρχή
τ΄ άλλο, θαρρώ το πέρας,
αιώνιες· παράλληλες υπάρξεις,
άτμητες στον χώρο, στο κενό.

Πλήκτρα· θροΐζουν και ριγούν
τηρώντας την θωριά σου.
Μαιανδρικά κραδαίνοντας ρυθμούς
πλακόστρωτα στης θύμησης ταξίδια.
Ήχοι· προσκλήσεις ζωηρές
προς τ΄ άστρα, το φεγγάρι
Παρακαλώ! Περάστε θαρρετά!
Τον χρόνο μην τηράτε.
Εκείνος προσκεκλημένος είν΄ αλλού
πέρα· σ΄ άλλες γιορτινές αυλές
εκεί, παρέα, με τις ντάμες του:
την λήθη, την ανία
ν΄ αναπολεί δίχως ντροπή, φθαρμένα μεγαλεία.

Πλήκτρα· συχνά βαρυγκωμούν
ψηφιδοτώντας το κορμί σου.
Κάθε άγγιγμα και μια πληγή
θυμός, αγρίεμα· οργή.
Ησύχασε· να, τώρα δες:
γινήκανε ήχοι, πλέουνε
ακροδακτύλων ιδιότροπο το ξέσπασμα.
Εκείνων που πιότερα σφραγίζαν
σ΄ ένα κιτρινισμένο στην θωριά
χαρτί του εμπορίου
πάθη, θύμισες· στοιχειά
θαρρείς πως σβήνοντας με μία,
μπορούσαν, μολυβιού χροιάς, πορεία.

Πλήκτρα· θαρρείς βυθομετρούν
τα ξύλινα όνειρά σου.
Πλήκτρα· ανόητα σιωπούν
στ΄ ονειροπόλημά σου.

... Υποκλιθείτε ήχοι της ζωής! Φινάλε πράξης πρώτης.

* Επίλογος (Ι): Νυν δίχως Αεί
... Το ωμέγα κύλησε βαρειά κι αντάμωσε εκεί, απέναντι, το άλφα κάποιας άλλης μελωδίας. Άπλωσαν τα χέρια και για μια μοναχά στιγμή, θαρρείς πως ζύγιασαν την αιωνιότητα ... 


ΙΙ. ΕΓΧΟΡΔΑ

Χορδές· τεντώνουν, πολεμούν
πίσω απ΄ το τράβηγμά σου.
Τι συγχορδίες θλιβερές
εμπνέουν στ΄ ανάκρουσμά τους!
Ώ! Μα πόσο γραφική
είν΄ η αλήθεια έμπροσθέν τους!
Στάλες θυμού γλυκού· που
φιδωτά, προσφέρουν, αναπτύσσουν.
Μαθές πως μειδίασε ο βωμός
στο λάλο άγγιγμά τους·
πικρόχνωτες ανάσες
της γης φυγαδεύουν τον παλμό.

Χορδές· εκπέμπουν, οδηγούν
πλέρια τα κρίματά σου.
Ωσάν ταλάντευση βαρκών
ενός πελάγου ανήσυχου, ανταριασμένου.
Κι εκεί θαρρείς,
πάνω απ΄ τα κύματα,
πάνω από τον λευκό αφρό
απλώνουν τα σάπια τους, μα βρωμερά
αντάμα λάφυρά τους
κάποιας απόμακρης σπονδής.
Εκεί, ανάμεσα στον ουρανό
και στο απύθμενο βάθος του πελάγου.

Χορδές· συχνά παραμιλούν
το παραμίλημά σου.
Εκείνο το βαθύ, ηρωικό
στεφάνι αγωνίας και ντροπής
στις ράχες τους βαρειά
γογγύζουν, τα φτερά της ύπαρξης.
Αυτά που δεν μπόρεσαν
λεύτερα ν΄ ανοίξουν· μα
συρτά, αγκομαχώντας
σέρνουν πίσω τους· μάρτυρες
μιας ένδοξης, ευγενικής καταγωγής
στα βάθη των αιώνων προδομένης.

Χορδές· λαθεύοντας μιλούν
για τ΄ αγκιστρώματά σου.
Σαν κάποτε κι άλλες ποταπές,
ημέρες σαν φορτίο να στοιβάσουν.
Θύρες που μοιάζουνε πιστά
η μία με την άλλη.
Το Θείο δίλημμα· εδώ
ποια είν΄ η πρέπουσα;
Στ΄ άγγιγμα διαλύονται· μακραίνουν
σαν να ΄ναι όλες τους βγαλτές
από ΄κείνους τους περίεργους
καθρέπτες στα όνειρά σου.

Χορδές· μονότονα κρατούν
ρυθμούς παραφθοράς σου.
Μα αστραποβόλημα στιγμής
σκορπίζουν στην χροιά τους.
Τελεία, παύση, σιωπή,
στολίζουν την σκιά τους.
Κιβωτισμένα όνειρα ζωής
αντάμα μεταφέρουν στο κενό
βαρκάρηδες μιας βουλιμίας,
εκείνης της ίδιας νοσταλγίας
που θέλγει την ματιά· απατηλά
σκορπίζει την βοή της προς το φως.

Χορδές· ανέκαθεν πωλούν
τα τρύπια ιδανικά σου.
Χορδές· ανόητα γελούν
για τα σκιρτήματά σου.

... Υποκλιθείτε ήχοι της σιωπής! Φινάλε πράξης δεύτερης.

* Επίλογος (ΙΙ): Αεί δίχως Νυν
    ... Πίσω από την μεγάλη αίθουσα με τους καθρέπτες, εκείνη με τις εκατοντάδες πόρτες, μαθές πως δυο ξεχώριζαν· αντικριστές στην περηφάνεια τους. Φωσφορίζοντα, μεγάλα γράμματα σημάδευαν την παρουσία τους. Της μιας, η είσοδος, της άλλης: έξοδος ...


ΙΙΙ. ΚΡΟΥΣΤΑ

Κρουστά· παράλογα ηχούν
στο πρώτο χτύπημά σου.
Κι όμως, μύριοι παραλληλισμοί
διαβαίνουν στ΄ άκουσμά τους.
Πειρατικά ανήκουστες κραυγές,
πυρώνουν το σκοτάδι
ρυθμικές επινοήσεις
ικετευτικά ταλαίπωρων ψυχών, 
π΄ οδύρονται στα τέλματα κοινών·
μοναχικών ονείρων χαραυγής.
Κίτρινων, θαμπών ονείρων
περιμένοντας στην μοναξιά το φως.

Κρουστά· τι άραγε ποθούν
μέσα απ΄ το σάλεμά σου;
Τι μυστικές ωδές
κρύβει το σάλπισμά τους;
Βογκώντας κι αρρωσταίνοντας
θαρρείς οι ήχοι ξεπετώνται
ξερά· ειρωνικά· απρόσκοπτα.
Μιας ζαλισμένης ηδονής, ίσως
πετάρισμα ψυχής· κι ακόμη
εκστάσεις, αναλαμπές να ορίζουν.
Ξωτικών τις κλίνες συντροφεύουν
ρουφώντας αδηφάγα τον έρωτά τους

Κρουστά· αβυσσαλέα λοιδορούν
την άμοιρη σκιά σου.
Εμπρός τους, λίθινες καρδιές
λιγώνουν· θρυμματίζουν.
Οι ψίθυροι· αλλοτινά απαρατήρητοι
θεριεύουν· καθίστανται βοή
πλήθους στοιχειών στους δρόμους.
Εκεί· ανάμεσα σ΄ ανόητους Θεούς
που υψώνουνε ψηλά στον ουρανό
την τσιμεντένια κορμοστασιά τους.
Θυσία στον βωμό μιας θελγηματικής
κι ανούσιας οπτασίας

Κρουστά· σκεπάζοντας θρηνούν
το άθλιο σκήνωμά σου
ευρύνοντας οπές του σκοταδιού.
Μα· μην θαρρείς πως έφθασαν στο φως
μονάχα γκρέμισαν τον τοίχο.
Κι εκεί που κάποτε στεκόταν
αδιαπέραστοι ταγοί της καταχνιάς,
τώρα τα μολυβένια κάγκελα
απλώνουν την σκιά τους.
Κι ας μοιάζουν στην ματιά
σκαλιστά, περίπλοκα μνημεία·
ανθρώπων, παντοτινά· αιώνια μαυσωλεία.

Κρουστά· νοτίζουν, διαπερνούν
την μάσκα της καρδιάς σου.
Και πίσωθέ τους ξεκολλούν
μυριάδες ήχους της ανίας·
μιας πρωινής λεωφόρου ο αχός,
ή, μήπως, κάποιας άλλης
απόμακρης στιγμής οι κρότοι;
Σφυριές· τριξίματα και γδούποι.
Όλα· μα όλα συχνωτίζονται
συστήνοντας έναν παλμό
στα όρια εκείνα του μικρού·
υπόκωφα αδειανού, κρανίου.

Κρουστά· ευλαβικά τηρούν
το χάρτινο όραμά σου
Κρουστά· ανόητα μετρούν
το πλάτος της τροχιάς σου

... Υποκλιθείτε ήχοι της βοής! Φινάλε πράξης τρίτης.

* Επίλογος (ΙΙΙ): Νυν ή Αεί
... Μέσα από τους ήχους της λεωφόρου, ο τσιμεντένιος γίγαντας - Θεός, μπορούσε να ξεχωρίσει το ζοφερό ζευγάρωμα των ξωτικών, πίσω από τις γρίλιες χιλιάδων σκοτεινών παραθύρων, π΄ αγόγγυστα ρουφούσαν το λιγοστό, αχνό φως της Πολιτείας ...


IV. ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ (ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΠΑΡΣΗ)

Ξεπεζεύοντας τ΄ άσπρο άτι
με την διχαλωτή γλώσσα
που έμοιαζε με σύννεφο,
κινήσαν όλα γύρω·
γινήκανε θαμπά· θολερά κι αχρεία

Σφάλεψα; ερώτησε.
Κι απόκριση, θαρρώ, δεν πήρε.
Όλα μονάχα μοιάζαν πια βουβά,
ακίνητα· γελοία.

Ήχοι φτάσανε ξανά
μ΄ απόηχο στ΄ αυτιά του:
Τριλογία σε Λα Ελάσσων...

Θώρησε τα Πλήκτρα:
σαν να ΄τανε στοιχειά
ψυχρών πληκτρολογίων.

Σαν θώρησε και τις Χορδές,
μοιάζανε συρμάτινοι χαλκοί
χιλιάδων καλωδίων.

Σιμά και τα κρουστά θωρώντας,
αντίκρισε με φρίκη,
σειριακούς εκτυπωτές επί το έργον ...
......................................................

* Απόφθεγμα (Ηθικόν & μη): Νυν και Αεί
... Της Τριλογίας το αίνιγμα, σαν να λύθηκε. Κι αυτό, διότι, (Θεό)πνευστά δεν υπήρχαν. Μα, μια φράση πετάρισε στην σκέψη, θαμμένη εκεί από χρόνια:


«Πάν τό έν μακέλλω πωλούμενον
εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες
διά τήν συνείδησιν»

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ - Α΄ Προς Κορινθίους, (κεφ.Ι,στ.25)

Κόκκινα, Διαυγή Όνειρα (αργύριο εικοστό τρίτο) | Red Transparent Dreams (twentieth-third silver coin)

20 Σεπτεμβρίου 1999 | September 20, 1999

Κόκκινα, διαυγή όνειρα
θέλγουν τις ηδονικές μας αισθήσεις.
Σε μια φιάλη σφιχτά· ασφυκτικά σφηνωμένα·
θύμισες, βουλήσεις παρουσίες.
Συχνά ανάσες κι αγωνίες
άλλοτε πράγματα θαμμένα στη σιωπή
κι άλλοτε σύννεφα ζωής.
Λευκά ή γκρίζα· ή χωρίς
ψηλά στον ουρανό το βλέμμα ν΄ αποστρέφουν.

Κόκκινα, διαυγή όνειρα
στου γυαλιού αδύναμα την όψη.
Κι όμως, καθώς·
σταγόνα τη σταγόνα χάνονται
θέρμη απόμακρη θαρρείς και πως ορίζουν.
Όσο νυχτώνει τόσο πια ρόδινα
χάσκουν τα πράγματα τριγύρω.
Κι έτσι σε μια γνώριμη γλυκειά,
ολόφωτη χροιά, απόμερα την πλάνη τους ποντίζουν.

Κόκκινα, διαυγή όνειρα
στεναγμοί ανακούφισης· δροσιάς.
Στης μονότονης, πεζής ημέρας
ανάστημα θεριεύουν ντροπαλό.
Κύττα, σιγά, στάλα τη στάλα
τούτη την ζωγραφιά με πινελιές
διάσπαρτες μα τόσο γοητευτικές
στυγνές μα τόσο ζωηρές,
μυριάδες την στολίζουν.

Κόκκινα, διαυγή όνειρα
μικρές φλογίτσες νοσταλγίας.
Θαρρείς ρετρό, ανείπωτα θέλγητρα
λησμονημένων απ΄ την βιάση·
στην σκόνη τυλιγμένων κορνιζών
που κάπου στα συρτάρια της ζωής,
βαθειά κάτω από άχρηστα χαρτιά, θαμμένων
έξαφνα ανασύρονται με μιας·
την ξεχασμένη νιότη τους σιμά σκορπώντας.

Ζαλισμένα, πρακτικά,
κόκκινα διαυγή, κρυσταλλικά όνειρα...

Ψηλαφίσματα (αργύριο εικοστό τέταρτο) | Feeling in the Dark (twentieth-fourth silver coin)

22 Σεπτεμβρίου 1999 | September 22, 1999

Ψηλαφώντας στο σκοτάδι,
κατόρθωσε να φτάσει εκεί:
πέρα, μακρυά στην άκρη της οδύνης.
Μπορούσε πια να δει
ίσως τουλάχιστον για λίγο,
την σκιά του λάγνου φεγγαριού
καθώς ανείπωτες ορμές
του στέλνανε μηνύματα φρικτά,
για ΄κείνη την μισόσκοτη πορεία.
 
Πλέγματα, στίγματα ζωής,
έσφιγγαν γύρω τους την σήψη
εκεί, κοντά στην άκρη της οδύνης.
Ακροπατώντας φοβισμένα και δειλά
απέστρεψε το βλέμμα.
Συσσωματώματα γινήκανε με μιας
όλα εκείνα τα μικρά, τ΄ ασήμαντα.
Ορθώθηκαν στο βλέμμα του μπροστά,
εκεί που κάποτε υπήρχε η ζωή.
 
Αέρινες υπάρξεις γύρεψε·
τις Λάμνες του νερού και του φωτός
σιμά, γύρω απ΄ την άκρη της οδύνης.
Μα, μόνο κάπου μακρυά,
μπορούσε να διακρίνει
ένα μικρό, ασίγαστο, θολό,
φεγγίζων φως μες στην ομίχλη.
Φαντάζοντας με λέξεις
που πετώνται στον γκρεμό.
 
Πίσω του έχασκε ο Χρόνος·
εκείνος που τον έστειλε εκεί,
μπροστά στην άκρη της οδύνης.
Όσο κι αν νόμιζε κανείς
πως θα μπορούσε ίσως να ορίσει,
τούτο το τέλος της γραμμής·
δεν θα κρατούσε για πολύ
εκείνη η ψευδαίσθηση σιωπής
στου χρόνου το αέναο κυνήγι.
 
Σιμώνοντας αργά στο φως
ξεχώρισε μπροστά του μια θωριά·
χαιρέτησε δειλά, ευγενικά
μα, απόκριση ξανά· δεν πήρε.
Προσπάθησε γι΄ ακόμη μια φορά
την άγνωστη θωριά να αντικρίσει.
Κουνώντας το κεφάλι του σαν να ΄νοιωσε
πως ήτανε το είδωλο εκείνο
βρισκόμενο στην άλλη άκρη της οδύνης.
 
Όμως, τούτη την φορά,
δεν άγγιξε την γνώση:
πως η άλλη άκρη της οδύνης,
δεν ήταν παρά μια καινούρια αρχή,
αντίστροφη· αντίθετη· ξανά προς την γαλήνη...

Ανεμόισσα (αργύριο εικοστό πέμπτο) | Wind Lady (twentieth-fifth silver coin)

23 Σεπτεμβρίου 1999 | September 23, 1999

Ανήμερη· αγριωπή
θαρρώ πως ήτανε η νύχτα.
Ολόγυρα σκιές, πλαισίωναν
το άθλιο τοπίο.
Ίσως κι εκείνες οι φωνές
που άθελα ξεσκίζανε την νύχτα.
Κάθε φορά τρομάζοντας· ριγώντας,
το βλέμμα πεταγόταν φοβισμένο,
αναζητώντας ήχους στη σιωπή.
 
Όλο, μα όλο, ένα τσιμεντένιο όριο
ένα επί ένα, εκεί ψηλά.
Όσο κι αν μάταια να πάσχιζε
μέσα του να κρύψει όμορφα δεμένες φράσεις:
πατρίδα, λευτεριά ή χρέος,
΄κείνη την ώρα άθλιες φαντάζανε
σαν βρισιές, σατυρικά χιλιοειπωμένες βλασφημίες· 
κι ίσως ακόμη πάλι σαν κατάρες
λερώνοντας τους γκρίζους, τσιμεντένιους τοίχους.
 
Μικρά τα παραθύρια προς τον κόσμο.
Όχι! Όχι εκείνον τον παλιό, τον γνώριμο,
μα κάποιον άλλο, πρωτόγονα ώριμο.
Συνήθως κόκκινο ή χρυσαφί,
στεφανωμένο με τ΄ απέραντο γαλάζιο
του μελαγχολικού Αιγαίου.
Που, πίσω από τα βρώμικα και θολωμένα τζάμια,
ζωγράφιζε όμορφα σχήματα γαλήνης
θρυμματισμένων στον αρμό παραλλαγής.
 
  (Θαρρώ τώρα πως πάνω του,
   στέγαζε πλήθος ανυπόμονων κραυγών
   ομοιόμορφα ταγμένων στην οριογραμμή.)
 
Καθένας από τούτη την πλευρά,
κάπου εκεί, γύρω στο ξημέρωμα
για λίγες μοναχά σταλιές στιγμών,
σαν, κάτι να αντίκριζε εκεί,
στην άλλη άκρη του Αιγαίου.
Ό,τι το αγαπητό, το ζηλευτό.
Κι όλα εκείνα που τον βίο στο νησί,
στοιβάζανε ασφυκτικά σ΄ ένα χαρτί,
με τίτλο: νοσταλγία.
 
Κι όμως εκείνες τις στιγμές,
ανάρκουδα πεσμένος στην σκοπιά,
θαρρείς πως ολάκερος ο κόσμος γύρω
χάνεται, σμικρύνει, ξαλαφρώνει·
περιορίζεται μόνο σ΄ ένα ξερό 
κι απόλυτο τραγούδι.
Στα χείλη ίσως από την καρδιά 
ζυγώνει· ανεβαίνει.
Μέσα στο κρύο, παγωμένο πρωινό.
 
Τ΄ άρβυλα δεμένα ασφυκτικά,
ανίκανα τον πόνο να λυγίσουν.
Ανίκανα το τρέμουλο που,
θες από το κρύο, κι ίσως κι από τη μοναξιά,
συγχέει πια συχνά την λογική
μ΄ εκείνο το ανόητο τραγούδι
που επιμένει να υπάρχει·
να ανθίζει, να σκορπάει
το μεθυστικό του άρωμα στην πλάση.
 
... Παράσταση για έναν θεατή
πάνω σ΄ εκείνη την θεσπέσια γραμμή,
ξεκινώντας από την θάλασσα που κρύβει νοσταλγία,
καταλήγοντας εκεί, πάνω στην κάνη του τζί-τρία.
... Αλτ! Τις ει;
 
  * Στον άμοιρο Στάθη, που πίστεψε για μια στιγμή,
    πως στην απόγνωση, αναβολής τροχιά θ΄ αντίκριζε
    πραγματικά, πίσω απ΄ την κάνη του τζί-τρία. Με φόντο 
    ένα κατάλευκο, τετραγωνισμένο, στιλπνό όνειρο.
    Ίσως γιατί δεν είχε ποτέ την ευκαιρία ν΄ αντικρίσει,
    την άλλη όχθη του Αιγαίου....

Οι Τέσσερις Κρίκοι (αργύριο εικοστό έκτο) | The Four Links (twentieth-sixth silver coin)

26 Σεπτεμβρίου 1999 | September 26, 1999

Τέσσερις κρίκοι μιας ζωής
γεμάτης ανοσία,
κρατούν σφιχτά· με το στανιό, 
τις θύρες ανοιχτές.
Και μία μουσική, συνήθως φευγαλέα
τηρεί πιστά το μέτρο· τον ρυθμό
της κίνησης του δρόμου.
 
Πρώτα μια λέξη φοβερή, η προσδοκία.
Όσο κι αν τούτη ΄δω η γειτονιά
π΄ απλώνεται επιδεικτικά
κάτω απ΄ το παράθυρό μου,
δεν μπορεί να πείσει προς αυτό
ούτε τον εαυτό της.
 
Πίστεψέ με, φίλε μου καλέ,
είν΄ ώρες που απότομα σαλεύει, αγωνιά.
Στο σάλεμα εκείνο της κακομοιριάς
που αναδίδει τούτη η πόλη·
μα ίσως το άρωμα αυτό να είναι
που γεννά την προσδοκία.
 
Όλα, να, μοιάζουνε νομίζω, με χασμουρητό
ενός απίστευτου Θεού της πολιτείας.
Στοιχειώνουν έριδες πολλές·
παντού διάσπαρτες πικρίες.
Δρόμοι που γίνανε φωλιές
για άθλιες πιάτσες, ονείρων σφαλερές θωπείες.
 
Ματιές που χάσκουν σκιερές
πίσω από διάφανες κουρτίνες,
απλώνονται αμήχανα προς το κενό.
Και πέρα από το πληθωρικό το φως
ελκυστικά χαρμόσυνων βιτρίνων
σκιρτά η καρδιά· αποζητά την προσδοκία.
 
Δεν θα μπορούσε ίσως πια να γίνει αλλιώς
όσο κι αν θέλαμε να κλείσουμε τα μάτια.
Γινήκαμε όλοι ένα· μια κρυφή,
ενδόμυχα θαμμένη θαλπωρή
χαϊδεύει την ψυχή μας.
Τα χνώτα μας κλειδώθηκαν μαζί σε τούτο το κελί.
 
Έτσι λοιπόν καλέ μου φίλε
σε τούτη εδώ την γειτονιά, σ΄ αυτή την πολιτεία,
είν΄ ώρες που πολύ καλά το νοιώθω·
ένα σαν γίνομαι με τον φτωχό· τον πονεμένο
κι ένα με τον επαίτη, στην στέρφη του πορεία,
εκεί, απόμερα, στους δρόμους, στα σοκάκια.
 
Ένα με τον δύσμοιρο, τον χαρτοπαίχτη
κι άλλοτε ένα με τον πλούσιο, τον καταθέτη.
Μ΄ εκείνα τα παιδιά, με τα «λευκά» όνειρά τους
και με την άτυχη κυρά, μέσα στα φυλαχτά τους.
Ένα με τούτα όλα τα κομμάτια
που στοιχίζουνε το πέρασμα απ΄ τη γη.
 
Φαντάσου όλ΄ αυτά λοιπόν μαζί·
χιλιάδες χέρια που απλώνονται
κι αγγίζουνε γερά το ένα τ΄ άλλο
σε μια χαρμόσυνη γιορτή,
ολόγυρα στην ξεφτισμένη πόλη
κουμπωμένα· σφαλισμένα, σε μία προσδοκία!
 
Έπειτα είν΄ κάτι άλλο, πιο μικρό
που όμως στον ορίζοντα σιμώνει
σαν τη βροχή, σαν την ομίχλη,
που το πέρασμα διακριτικά σαρώνει·
ματώνοντας το τυραννικό τοπίο,
το, ίσως αδιάφορα κουλουριασμένο.
 
Έτσι, γύρω από την νιότη μας
τυλίχτηκε και με τα χρόνια
γίνηκε λίπος πλαδαρό· και λέπια.
Χονδροκομμένη σάρκα· βορρά·
στην τελετουργία της ημέρας,
ολοένα και πιο απατηλής.
 
Οι μικρές, κιτρινωπές
λάμπες του δρόμου
φωτίζουνε συχνά, δίχως την θέλησή τους,
τις μισαλλόδοξες, πυρ-ηνικές πορείες
βουβών, σαβανωμένων λιτανείες·
ανώδυνα ακολουθούντων τις σκιές τους.
 
Μπορεί συχνά, ψιθυριστά σχεδόν
τούτη την εικόνα να μειδιούμε,
μα, τίποτε, μα τίποτε,
δεν βρίσκεται πια για να ταράξει
την φανερά μακάρια ουσία,
φαιά καβουρντισμένης στον μύλο της ζωής.
 
Εδώ γελώ· καθώς μας αντικρίζω
θαρρείς και πίσω από καθρέφτη,
να πάσχουμε ομαδικά:
ένας μόνιμος πριαπισμός του εγκεφάλου·
υδροκέφαλοι γίγαντες, να προσπαθούμε
να χηρέψουμε από τα οράματά μας, τις σταγόνες της βροχής.
 
Γλυκό μου ταίρι, μοναξιά μου!
Είν΄ ώρες σαν κι αυτές, αδύναμες·
συχνά σε μακαρίζω,
πίσω από την θολή φιγούρα
του καπνού που αναδύεται
βαθειά απ΄ τα πνευμόνια μου.
 
Αχ! Να ΄χα τώρα μια σταλιά
λευκή, γυαλιστερή, πηχτή μπογιά
άσπρο, κατάλευκο να βάψω,
τον κόσμο ολάκερο τριγύρω
κι έτσι μόνος, ειρωνικά στυγνός·
να στέκομαι πνιγμένος στην μαυρίλα μου.
 
Δυο τρύπες χάσκουν θλιβερά
στους άδειους τοίχους του κελιού μου.
Κι όμως· ποτέ μου δεν κατάλαβα
ποια να ΄τανε η ένδοξη ζωή τους.
Κι έτσι μονάχα τις θωρώ· δυο μάτια θλιβερά,
το καθετί κρυφά κατασκοπεύουν.
 
Έχω κι ένα παράθυρο· όμως
πάνω, ψηλά στην κορυφή του
τ΄ αγκίστρια στέκονται
συρταρωτά αφημένα σε σειρά,
δίχως τη συντροφιά μεταξωτής·
ακόμη και βαμβακερής κουρτίνας.
 
Συχνά, φαντάζομαι εγώ
πως όλες τους, τις βλέπω:
πολύχρωμες, με σχέδια πολλά
λικνίζονται στο άγγιγμα τ΄ ανέμου.
Αμέτρητες πτυχές, μαιανδρικές
ανάλαφρες, μεθοδικά πλεγμένες στη ζωή μου.
 
Μα, πραγματικά και φοβισμένα, ερωτώ
το δύστυχο εγώ μου·
καθώς δεν ξέρω πια αν τούτες,
εμένα κρύβουν απ΄ τους έξω
ή τους έξω από μένα προστατεύουν.
 
Τέσσερις κρίκοι μιας ζωής
γεμάτης ανοσία,
διατηρούν σφιχτά· με το στανιό
τις θύρες ανοιχτές.
Το όνειρο· η μοναξιά,
η πέννα μου· κι η προσδοκία.

Ανατολικές Συνοικίες (αργύριο εικοστό έβδομο) | East Side (twentieth-seventh silver coin)

28 Σεπτεμβρίου 1999 | September 28, 1999

Σαν κάτι κίτρινες, κατασχισμένες,
φριχτά λεκιασμένες κουρτίνες·
κρέμονται οι μισές, προσήνεια
υποταγμένες στη φθορά· κουλουριασμένες
έξω από τα σπασμένα και θαμπά,
τα παραθύρια εγκαταλειμμένων αρχοντικών.
 
Τα έχω δει παντού· σ΄ όλες τις πόλεις.
Στέκονται ΄κει· συνήθως
στ΄ ανατολικά· πνιγμένες συνοικίες,
σπαρμένες, αδυσώπητες, αδρές
μπετόν αρμέ ελπίδες.
Σαν σιωπηλά· θλιμμένα μαυσωλεία,
χορταριασμένες ζούγκλες της σιωπής.
 
Νομίζω πως καθένα απ΄ αυτά
δυο ιστορίες έχει για να πει, να ιστορήσει,
στον άγνωστο διαβάτη της βροχής.
 - Γιατί μόνο σε κάτι βροχερές·
γκριζωπές ημέρες τις διηγούνται -
Η μία ειν΄ χαρμόσυνη, ευχάριστη,
συχνά σαρκαστική.
Η άλλη μελαγχολική και θλιβερή,
αμήχανα μοιραία.
 
Διαβαίνοντας καμιά φορά,
θαρρώ πως τα ακούω!
Αργά, σιγομουρμουριστά,
δειλά να τραγουδούνε.
Συνήθως το τραγούδι τους αυτό
συμβαίνει κάποιαν ώρα
που όλα γύρω σκοτεινιάζουν·
κάτι μικρές, ασήμαντες ωρίτσες, καθώς,
του χειμώνα το αφέγγαρο στερέωμα
σκορπά μια μελαγχολική γαλήνη.
Έτσι, αν κανείς βρεθεί εμπρός τους
τούτη την ώρα της γαλήνης
προσεκτικά κι αφουγκραστεί,
ακούει το τραγούδι τους που μοιάζει,
με κάτι αναθέματα ψυχής· και μοναξιάς,
παλιών ρεμπέτικων της φυλακής.
 
Όπου κι αν πάω, όσο κι αν φύγω μακρυά
σε ξένες πολιτείες,
πάντοτε θα υπάρχουνε σιμά
οι γνώριμες, ανατολικές συνοικίες.
Ίσως για να θυμίζουνε πως
σ΄ αυτές τις πόλεις, τίποτε
δεν είναι πια δικό μου.
Τα πεζοδρόμια - φυλακές.
Τα φώτα - αγωνίες.
Σαν πλαστικά χαμόγελα, σαν ψεύτικες αυλαίες·
σαν ένα άφιλτρο τσιγάρο που σιγοκαίει
τα χείλη σου δίχως να το καταλάβεις.
 
Ξημέρωσε κιόλας·
φορώ τα μαύρα, αδιαπέραστα γυαλιά μου
καθώς η πολιτεία - φάντασμα
καλύπτει τη φυγή μου.
Στο πέρας, εκεί στο δρόμο π΄ οδηγεί
στις τσιμεντένιες ανατολικές συνοικίες,
οι θεόρατες μπουλντόζες
ετοιμάζονται να ξεράσουν τη χολή τους
με μένος πάνω στ΄ απομεινάρια
των παλιών· εγκαταλειμμένων αρχοντικών.
 
Ανόητοι και αδαείς!
Δεν ξέρετε; δεν νοιώθετε ποτέ
πως τούτα τα αρχοντικά
παντοτινά θα μείνουν χαραγμένα,
εκεί, στις ανατολικές τις συνοικίες
των μοναχικά οριακών ψυχών;
Κι οι θεόρατες, αχόρταγες μπουλντόζες σας,
δεν ξέρετε πως θα ΄ρθει η στιγμή·
μην έχοντας πια τίποτ΄ άλλο να καταβροχθίσουν,
την πείνα και τη δίψα τους,
την σιχαμένη τους χολή·
πάνω στους γυάλινους εθισμούς σας,
πάνω στους ψεύτικους θεούς σας να ξεράσουν;
 
... Την πόλη πια στολίζουνε σκουπίδια· χάρτινες σημαίες...

Ιλαρές, Πανάγαθες Ανταύγειες (αργύριο εικοστό όγδοο) | Pleasant, Holy Reflections (twentieth-eighth silver coin)

29 Σεπτεμβρίου 1999 | September 29, 1999

Από μικρό παιδί, πολύ μικρό·
είχ΄ ένα όνειρο ο Μάνος.
Τόσο, που στα πουλιά της σιγαλιάς
και στα φτωχά τα ερπετά της γης
το ΄λεγε, το ξανάλεγε.
Όλοι το ξέρανε· ακόμη
κι εκείνοι οι δύστροποι γέροντες
με τα σαπισμένα, βρώμικα μπαστούνια.
Τον βλέπανε, σκυφτό, συλλογισμένο·
τον δρόμο του μικρού χωριού σιγά να τον διαβαίνει.
Άιντε βρε Μάνο πια, του λέγανε,
υπομονή· κι εκείνο το περβόλι στο βουνό,
σιμά, με τον καιρό θαν΄ τ΄ αποκτήσεις.
 
Εκείνος αναθάρρευε ακούγοντας τα λόγια,
δίχως ποτέ να καταλάβει
την ειρωνεία, το χαμόγελο, τη φράση·
του χωριού τη λυσσαλέα χλεύη.
Έτσι, με τ΄ όνειρό του αγκαλιά
τις ράχες έπαιρνε και πάλι
αναζητώντας ίσως τη χαρά της νιότης·
καβαλητά σ΄ ενός ανέμου πέρασμα,
ή στα φτερά μιας φλογερής
ηδονοφόρας, πεταλούδας.
 
Κι ώρες θα ήτανε πολλές,
συχνά και μέρες, ζυγισμένος
ανάμεσα στο όνειρο και την ζωή
ανάλαφρα σχοινοβατώντας.
Σκεφτόταν το περβόλι του· μικρό·
μα όντας καρπωμένο
με δέντρα και κλαδιά βαριά
από τους ώριμους· κατάσαρκους καρπούς
ή κι απ΄ όλα τα καλά της φύσης δώρα,
πλημμυρισμένο να ΄τανε.
Κι απλώνοντας ακόμη το χέρι του κοντά,
όλα με μιας να γίνονται χρυσές δροσοσταλιές,
κι όμορφες, αραχνοΰφαντες πορφύρες.
 
Τα χρόνια του περνούσανε·
τετραγώνισε πια το χωριό:
τσιμέντο, πλάκες, σίδερα,
όλα γονάτισαν στο διάβα του Ανθρώπου.
Μόνο που τ΄ όνειρο του Μάνου,
μες στο αδιάφορα θαρρείς πλασμένο του κεφάλι,
γινότανε πιο όμορφο· πιο λαμπερά οικείο.
Εκεί, στο πλάι του κελαρυστού νερού
κάτω από την αρχαία πλατανιά
ρεμβάζοντας· φλερτάροντας
με τα ραπίσματα του χορταριού,
στο γενετήσιο σμίξιμο με την νυχτερινή την αύρα.
 
Ακόμη κι άλλα χρόνια πέρασαν.
Ο Μάνος βρέθηκε στην πόλη·
στα χέρια του φουσκάλες έσκαζαν
με πύο και με αίμα·
καθώς, το φτυάρι, τον κασμά
με δύναμη, σκληρά ταλαιπωρούσε.
Μέσα στο κολαστήριο φτυαρίζοντας,
τ΄ απομεινάρια κάτω απ΄ της μηχανής
το θηριώδες, αλλοπρόσαλλο κορμί.
Σ΄ ένα παλιό, πνιγμένο στον ιδρώτα,
τρισάθλιο εργοστάσιο.
Μα, σέρνοντας τα ρημαγμένα πόδια του,
αργά το βράδυ
στην μίζερη παράγκα του
ξανά σαν πίσω να γυρνούσε,
σ΄ ένα φθαρμένο καναπέ·
κολυμπώντας μες στη σκόνη
το όνειρό του άπλωνε ξανά·
θαρρείς πως πάσχιζε με θέρμη,
ίσως γι΄ ακόμη μια φορά, στενά, το επιθεωρούσε.

................................................................
 
Τον Μάνο τον εγνώρισα
πριν λίγα χρόνια· γέροντα·
κατάκοπο, στρυφνό.
Σαν τους γερόντους του χωριού του
με τα σάπια εκείνα, τα ξύλινα μπαστούνια·
τον βρήκα πάλι εκεί, στο πλάι
του κελαρυστού νερού,
κάτω από την αρχαία πλατανιά
ενός οικείου, πορφυρού ορίζοντα τ΄ αγνάντεμα,
νοσταλγικά να συντροφεύει.
Ύστερα διαβήκαμε μαζί για λίγο·
μα, τίποτε δεν θύμιζε
εκείνα τα μικρά τα χρόνια:
τα πουλιά, χαθήκανε από καιρό·
στην φύση μια μακάβρια και φοβερή σιγή.
Πέρα, μακρυά, μπορούσες πια να δεις,
τις σιδερένιες γέφυρες των δρόμων,
και τις γυμνές, κατακαμένες ράχες του βουνού.
Ακόμη και ΄κείνο το κελάρυσμα
του άλλοτε γάργαρου νερού,
τώρα δεν έμοιαζε παρά·
ένας σγουρί, κιτρινωπός πολτός.
 
Μόνο η αρχαία πλατανιά
σκυφτή, συλλογισμένη και βουβή·
τόσο, μα τόσο πια φθαρμένη, ρημαγμένη
έμενε ΄κει για να θυμίζει·
σαν των κεριών τα τρεμοσβήματα,
λίγο πριν το φυτίλι τους
για πάντα να σωθεί.
 
Κι έπειτα, τραβήξαμε μαζί
τον δρόμο για την πόλη.
Εγώ για να κρυφτώ
πίσω από την στοίβα τα χαρτιά μου.
Κι εκείνος, για να πουλήσει πια,
το όνειρό του· ζωγραφιές περιβολιών,
καρπών πλημμυρισμένων.
Σαν συνετός και σοβαρός εμποράκος
των λαϊκών αγορών της πολιτείας.
 
Ήτανε μόνο αυτό· ξανά τον άνθρωπο δεν είδα.
Μόνο που κάθε φορά διαβαίνοντας,
τους δρόμους με τις λαϊκές,
προσέχω· αφουγκράζομαι και καρτερώ.
Μήπως και δω, μήπως και αντικρίσω,
τ΄ αέρινα περιπλανώμενο· το όνειρο του Μάνου. 

Συγκλίνουσες Πορείες (αργύριο εικοστό ένατο) | Converging Paths (twentieth-ninth silver coin)

  * Σ΄ όλες εκείνες τις εικονικές πραγματικότητες·
    τις virtual reality του πολιτισμού μας.
 
Πώς γίνεται; είπε,
φανατισμένοι· στειροκέφαλοι φωστήρες
τις τύχες μας, στυγνά να ορίζουν;
Κι έπειτα, πατώντας ελαφρά,
στα χνάρια επάνω εκείνα
που ήτανε βαθειά στο χώρο χαραγμένα
τα ακολούθησε πιστά.
Σαν από άστρο σ΄ άστρο λαμπερό,
με ένα σάλτο να πηδούσε.
Δεν το κατάλαβε· όπως στη βιάση του
βαριανασαίνοντας εμπρός θα προχωρούσε,
τ΄ αστέρια φάνταζαν μικρά, ασήμαντα φορτία.
 
Πως βρέθηκα εδώ; ξανάπε.
Στο τελευταίο, φωτεινό αστέρι που στεκόταν,
τα πάντα στέρεψαν θαρρείς μπροστά·
ένα απύθμενο κενό.
Τώρα πια όσο κι αν έστρεψε το βλέμμα πίσω,
ένα απίθανο κουβάρι·
αόριστα τεθλασμένων πορειών αντίκριζε.
Ελπίδα για να ξαναβρεί τον δρόμο του, καμιά.
Στράφηκε εκεί από κάτω
στο λαμπρό αστέρι που πατούσε.
«Αστέρι μου καθάριο, φωτεινό,
πώς διάολο τον δρόμο μου θα βρω;».
Αντί γι΄ απόκριση μονάχα
ένα υπόκωφο, απόκοσμο βογκητό·
κι ένα πικρό, σαρκαστικό, άηθες γέλιο.
 
Θα ΄θελε ίσως κι άλλα να ρωτήσει
μα, η μιλιά του κόπηκε.
Καθώς για πρώτη και στερνή φορά
κοιτούσε την αλήθεια.
Κι εκείνη τη στιγμή,
όλα, με μιας μεταμορφώθηκαν μπροστά του.
Το λαμπερό, το φωτεινό αστέρι που πατούσε,
τώρα έμοιαζε και πάλι λαμπερό·
σαν γλόμπος, κάποιου από ΄κείνους
τους φανατισμένους, στειροκέφαλους φωστήρες.
 
Τώρα σαν τύχει να περάσει πια κανείς
από εκείνο το λαμπρό στερέωμα,
διάσπαρτων· σαβουροκέφαλων φωστήρων,
μπορεί να δει ακόμη εν΄ αστέρι: το δικό του.
Αυτή ήταν η λαμπρή κατάληξη
εκείνης της ανόητης πορείας.
Μυριάδες τεθλασμένοι δρόμοι,
φέρνουνε λίγο πιο κοντά
τ΄ απύθμενο κενό...

        .... ακόμη λίγο πιο κοντά!

Εξιλέωση (αργύριο τριακοστό) | Redemption (thirtieth silver coin)

Οκτώβριος 1999 | October 1999

Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,
σαν ψίθυρους της θλίψης
είναι γιατί ποτέ θαρρώ δεν μπόρεσα,
εμένα ν΄ αντικρίσω
πίσω από το παχύ, απατηλό·
στρώμα ραστώνης· ευδαιμονίας.
Ίσως και να ΄ναι πάλι πως
ωσάν εκείνα τα μεγάλα κι άχαρα,
τα ρωμαλέα πλοία,
πάντοτε θα ΄θελα στην ανοιχτή·
φουρτουνιασμένη θάλασσα,
ν΄ αποθέσω την ψυχή μου.
 
Κι όμως, ακόμη και η όμορφη,
λυτρωτική, φθαρμένη μου φυγή
είν΄ ώρες πια που μοιάζει με λιποψυχία.
Δεν ξέρω αν αυτό το δύσμοιρο τραγούδι μου
είν΄ ένας ύμνος
ή ένα ανυπόφορο ή γοερό μοιρολόι.
Μα, στο πέρασμα μιας πύρινης ψυχής
μοιραία υποκλίνομαι· καθώς
με τούτη γεννηθήκαμε, και τούτη
στο σταρένιο μονοπάτι της ζωής,
θα πορευτούμε.
 
Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,
σαν ψίθυρους της θλίψης
είναι γιατί μπροστά μου ίσως νότισαν
χιλιάδες αγωνίες της φυγής.
Ακόμη και τα σιδερένια κάγκελα
σαν κάποτε λυγίσαν· υποκλιθήκαν στη σγουριά
στο πέρασμα τ΄ αλώβητου του χρόνου.
Κι όμως· καλοδεχούμενος, ας είναι·
αρκεί να μένουν όλ΄ αυτά
που αυλακώνουν ανεξίτηλα,
το πέρασμά μας από τούτη ΄δω τη γη.
 
Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,
σαν ψίθυρους της θλίψης
είναι γιατί μοιάζουνε θαρρώ,
με άγριες τσουκνίδες·
ανόητα φυτεμένες
σ΄ ένα παρτέρι λεωφόρου
τούτης της μπετονένιας πολιτείας·
τούτης της τσιμεντένιας μας πορείας.
 
Ετούτα είναι τα τριάκοντα αργύριά μου·
τα κάλπικα, αργύριά μου·
η προδοσία μου στον κόσμο της βοής.
Οι ψίθυροι, το δάκρυ·
ο, του δικού μου αίματος, αγρός! 

THE END