This is my personal poetry collection page. All of my poems are written in Greek. They are my "Thirty Pieces of Silver: the whispers of sorrow". They have been written during a really challenging nine years of my life, between 1990 and 1999. The first one was written in October of 1990, and the last one in October 1999. They represent a sort of a spiritual trade-off, a pact that I made with my own self, and they helped me go through a journey that was riddled with self doubt, often uncertainty, and soul-searching. I struggled for a long time to have them organized in something of a literal form rather than scattered "whispers". I am leaving them here in their original Greek form, as my lyrical and literate skills in English are not anywhere near a level that would give them poetic justice. I only attempted to provide a non-literal English title under each poem.
Οκτώβριος 1990 | October 1990
* Είναι, σπάνια κάτι νύχτες που μένουνε βαθειά χαραγμένες στη μνήμη - σαν σε όνειρο, σαν οπτασία. Και σαν τέτοιες, σημαδεύουν τη ζωή μας, τη σκέψη μας, το μέλλον.Ήταν αυτή η νύχτα,μέσα στην αιώνια σκοτεινιά της,άνοιξε τα φτερά της και με σκέπασε.Ναι, ήταν αυτή η νύχτα,φώτισε το μέλλον της αγάπης,φώτισε την δύναμη του φόβου -το αίμα παγωμένο στις άκρες των δακτύλων.Ήταν αυτή η νύχτα,σιωπηλή, όμορφη, τρομαχτική,σκόρπισε στην ατμόσφαιρα τη σκέψη μου.Ναι, ήταν αυτή η νύχτα,που το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν,συνάντησαν την αιωνιότηταΝαι λοιπόν!... ήταν εκείνη η νύχτα... για πάντα....Μάρτιος 1990 | March 1990
Πρόσφερε ζωή μέσα στην έρημο,ελπίδας σταγόνες, πρωτόγνωρες και γοητευτικέςπ' αγγίζουν της μάνας-γης το ξερό της πρόσωπο.Δάκρυ δροσιάς, που κυλώντας για να βρει το ταίρι του,κάτω από τη γη ανθίζει, κρυφά μες στο σκοτάδι,ώσπου το φως ν' αφήσει άπλετο, ν' ανοίξει το φτερό.'Ω! Εσύ!...Θεέ της γης, Θεέ τ' ανθρώπου, Θεέ τ' ονείρουΘεέ της χαραυγής, της ηλιαχτίδαςΏ! Εσύ!... Θεέ του θεού!...Τρεμάμενο το χέρι προσφέρει,την απειροστή σταγόνα της βροχής.Κι αν πια κανείς δεν μπόρεσε αυτή να πιάσει,είναι Αυτός που τ' αδύνατο κατάφερε να κάμει.Είναι η φλόγα της σοφίας, της ελπίδας,είναι η φλόγα που δε σβήνει πια ποτέ!Ώ! Εσύ!...Θεέ της σοφίας!Τι κι αν τα παιδιά μας, πεθαίνουνε στον δρόμο;Τι κι αν τ' απέραντο σκοτάδι σκεπάζει τη ζωή τους;Τι κι αν η πείνα, στρυφνή κι αχόρταγηδέρνει τα γεμάτα πληγές τους σώματα;Σύ' σαι ο Θεός τους.Να 'σαι περήφανος της ευτυχίας των πλασμάτων Σου!Ώ! Εσύ!... Θεέ του θεού!....Μάιος 1991 | May 1991
Μια ανεκπλήρωτη κι απόλυτη αντιστοιχία, άϋλη κι επιβλητικήΈνας σπασμένος κρίκος, η ψευδαίσθηση της ΔημιουργίαςΣτα τ' ανεκτίμητο αίμα που κυλά, στις φλέβες της ζωήςΗ τάξη του χάους, η ίδια η εντροπία, τα φτερά του σύμπαντος, ... Δημιουργία.Ένα νήμα που ενώνει την άβυσσο, με τ' απόλυτο σκοτάδιΜακάβρια, καταθλιπτική οπτασία, διαποτίζει τις αισθήσειςΗ ισορροπία της παρουσίας, τ' απροσδιόριστο, άπλετο φως,Το χέρι, ο ζωοδότης άνθρωπος, ανούσιος πόθος, ... Δημιουργία.Μια αλλοπρόσαλλη σκέψη, λάμπει εμπρός στην αίσθηση του φόβουΚύκνειο άσμα, αστράφτει, πάνω στη σιγή της μοναξιάςΤ' ακατανόμαστο λίκνο, που σιγοκαίει στα βάθη της ύπαρξηςΕκεί, μέσα βαθιά, πέρα απ' το φως, πέρα απ' την τάξη, πέρα απ' τη δύναμη, ... Δημιουργία.Μάϊος, 1991 | May 1991
Κυττάζοντας εκεί μακριά, στον ματωμένο ορίζοντα της καταστροφής.Αφήνοντας την ματιά μου ν' ακολουθήσει πλανόμενη, τον αετό που μόνος φεύγει μακριά.Ο ίσκιος του κόσμου πέφτει επάνω στον καπνό, που σε στήλη υψώνει ψηλά στον ουρανό τα όνειρά μου.Κι όπως η φρίκη καρτερεί τον πόνο, όπως η αηδία αναζητά τον φόβο,Ο αετός μου φεύγει, πετά, παρατηρώντας δίχως ελπίδα, τ' απομεινάρια της μανίας των ανθρώπωνΤον όλεθρο, που ξεριζώνει την αγάπη,Το νυστέρι που οικτρά παραμορφώνει τα ίχνη, τα στερνά θεμέλια της Δημιουργίας.Το βάρος που στα μάτια μου ασκεί, το δάκρυ της μοναξιάς μου, η οντότητα του τίποτε.Τα μάτια του αετού απλανή, τυφλωμένα από τον πόνο της επιβίωσηςΤυφλώθηκαν σαν ψάχνανε να βρούν το τέρμα, την αιτία, τον βυθό, την κορυφή.Της όξινης βροχής τ' ολόμαυρο σεντόνι, φρικαλεότητες: ξερίζωμα της γης, το τρεμόσβημα του τρόμου στα μάτιαΟι ερπύστριες λειώσαν την ψυχή του, τα όνειρα, μια μάζα φωτιάς στο ξέρασμα των κανονιών.Ιδέες θαμμένες στα ερείπια των βομβαρδισμών, η μασκαράτα των νεκρών....Π' απλώνουν τα χέρια προς την άβυσσο!Το απολίθωμα του κόσμου, πλανάται μές στο Σύμπαν, θεατής τούτου τ' ονείρουΞεριζωμένοι τοίχοι, νεκρώσιμες ιαχές, στάχτες που 'μείναν να θυμίζουν,... μια ξεθωριασμένη ανάμνηση!...Ιούνιος 1991 | June 1991
* Τούτη η εκδοχή, είναι κάτι από μισοσβησμένες, ξεθωριασμένες κραυγές, που με τα χρόνια εξακολουθούν να παραμένουνε στη σκέψη. Έτσι, απλά, γαλήνιες, παθητικές αντιστάσεις στον παραλογισμό του πολέμου.Μονάχος... μέσα στη νύχτα της σιωπήςΟ Θάνατος... σε περιμένει να φανείςΤο βάρος... που στα μάτια σου ασκείΤο δάκρυ... της μοναξιάς το ταιριαστό το ταίρι.Τώρα, τ' απόμακρο πουλί, προσμένει!Όλεθρος... που ξεριζώνει την αγάπη απ' την ψυχήΚι ο φόβος... απομεινάρι της μανίας των ανθρώπωνΌνειρα... θαμμένα στα ερείπια της γηςΤα όνειρα... στήλη καπνού ψηλά στον ουρανό πετάνεΤώρα, μια ανάμνηση μονάχα μένει!Τρόμος... που παγωμένα σου χαϊδεύει τα μαλλιάΚι η αλήθεια... ολόγυμνη να σου χαμογελάΕλπίδες... ξεριζωμένοι τοίχοι, νεκρώσιμη ιαχήΣτάχτες... που 'μείναν μόνες να θυμίζουν το γιατίΤώρα, η μασκαράτα των νεκρών σε περιμένει!Δεκέμβριος 1992 | December 1992
Όταν η απόγνωση ξεφτίζει τη ζωή σου,όταν το κορμί σου η νύχτα αρπάζει ξαφνικάμια σκέψη - αστραπή, σκεπάζει την ύστατη κραυγή,που απ' το στόμα σου, σαν όλεθρος πηγάζει.Τι να 'ναι αυτό που ένοιωσες, ζεστή ανάσα στην καρδιά σουΤι να 'ναι αυτό που ήλθε ξαφνικά, μια κρύα νύχτα του χειμώναΜην είναι ανέμου παιγνίδια, μιας κρύας νύχτας του Δεκέμβρη;Όταν ξαγρυπνώντας, ψάχνεις το άγνωστο να υποτάξειςαπάντηση ψάχνεις να 'βρεις, λευκό σεντόνι να σκεπάσειςτην μαύρη σκέψη που σαν σφήνα, σου τρυπάει το μυαλό.Μα, πες αντίο, παγωμένος τρόμος, χαϊδεύει τον τρελό!Κοιτώντας έξω από το τζάμι, ανέμελους ανθρώπους - συντρίμμια,η αλήθεια γυμνή, χαμογελά μες στη βοή του πλήθους,μέσα στην κάπνα απ' τα τσιγάρα: ζαλισμένη απ' το ποτό,ψάχνει να βρει ελπίδα, ανάσα, λύτρωση."Κι όμως" είπε ο ζητιάνος, "δεν είσαι μόνος στη ζωή""είναι η φύση του ανθρώπου, κρυφό λαγούμι να ψάχνει να κρυφτεί""κοίτα τα χέρια μου", είπε: κι ήτανε άνθη που τα 'κλείσαν στο κλουβίΚι έμεινες πίσω ν' αναρωτιέσαι πόσο ακόμη θα σωπαίνεις στη ζωή.Νοέμβριος 1992 | November 1992
Πες πως κοιμήθηκες και είδες εφιάλτηΕίν' ένα όνειρο, δεν είσαι πια εδώΠες πως ο θάνατος δεν σε τριγυρίζει,πες πως ο κόσμος, είν' ειρηνικόςΚύττα τριγύρω σου, νεκροί παρατημένοικαι τις εκρήξεις που σου ταράζουν την καρδιάΚύττα το δάκρυ που κυλά στο πρόσωπό σουκαι τον λυγμό που σου τραντάζει το κορμίΔες τα παιδιά που ψάχνουν τους γονείς τουςμες στα ερείπια της καμένης τούτης γηςΆκου το σφύριγμα τ' ανέμου στο κορμί σουκαι πες μου νοιώθεις την καρδιά σου να πονά;Κύττα τριγύρω σου και πες μου αν αξίζειν' αργοπεθαίνει η ειρήνη πια στη γηΠες μου πως θα 'θελες απόψε να ξυπνήσειςσε έναν κόσμο δίχως τη φρίκη αυτήΚλείσε τα μάτια σου και κάνε μιαν ευχή:πολέμου μοίρα ξανά να μη μας βρεικι ας είναι αυτή η τελευταία η ευχή σου,καθώς η ψυχή σου, πετάει μακριάΦεβρουάριος 1994 | February 1994
Μια κραυγή μες στην ομίχληστου μυαλού τη σκοτεινιάΜες στου φεγγαριού το βλέμμακαι στης νύχτας τη θωριάΕίν' απόμακρο κι αδύνατο να φτάσωόλα όσα φεύγουνε, και πίσω δεν γυρνούνκι αφήνουν ένα δάκρυ να κυλάΠάντως πια κουράστηκα,να βλέπω όλ' αυτάΤώρα πια κορέστηκα,θα κουρνιάξω στη γωνιάΤώρα πια χαθήκανε, τα πάντα στη στιγμήσβήσανε τα φώτα, χάθηκε η μουσικήκι έκλεισα τα μάτια απ' την αρχήΜια καληνύχτα, σου ζητώ για να μου πειςΜια καληνύχτα, κι ας είναι να χαθείςΜια καληνύχτα, στα μάτια σου να βρωκι αν θέλεις, χάνομαι κι εγώ!Μάρτιος 1994 | March 1994
Σαν καπνός από τσιγάρο,που στο φως θολούρα φέρνει,εξατμίζομαι σιγά, σιγά απόψεΔες απ' έξω ο ήλιος δύεικρύβει μέσα του τη νύχτακαι δυο μάτια βουρκωμένα, χάνονταιΧάνονται, στου φεγγαριού τη νύστα,Λήθη, σκοτάδι, καληνύχτα!Στο κορμί μου τα σημάδια,πού 'χω για να μου θυμίζουν΄κείνη την μοιραία τη στροφήΤώρα άνοιξε τα μάτια,ξόρκισέ με απ' τη σκέψημαζί με την στερνή μου την πνοήΧάνομαι, μες στ' ουρανού το στέμμα,Λήθη, σκοτάδι, καλημέρα!Ιανουάριος 1995 | January 1995
Ω! Εσείς σκιές τ' ονείρου,στους τοίχους χαραγμένες!Φωνές ψυχρές, τρομαχτικές,που απ' το στόμα σας πηγάζουνΩ! Εσείς υπέρτατοι κριτές,που την ψυχή μου απόψε κυνηγάτε!Ακούστε τώρα τη φωνή,ενός μικρού κι ασήμαντου ανθρωπάκουΑφήστε, σε παραλήρημα να πω,την ιστορία μου όληΚαι μην βιαστήτε το παρόν,να κρίνετε μονάχαΓεννήθηκα μια μέρα φωτεινή,πάρα πολλά πριν χρόνιαΣε έναν κόσμο μαγικό,μα κι αγνό θαρρούσα ακόμαΜεγάλωσα στο όνειρο,που όλοι μέσα μας βαστούμεΚαι την ζωή μου έζησα,άδικα προσπαθώνταςΩ! Εσείς σκιές τ' ονείρουακούστε τώρα την κραυγή μου!Σωστά δικάστε μες θαρρώ,την τελευταία τούτη ώρα...4 Σεπτεμβρίου 1995 | September 4, 1995
* Σ' έναν πατέρα πού 'φυγε, δίχως θωρρώντας πίσω του, το μέλλον ν' αντικρύσει... τούτο είναι το δικό μου "εις υγείαν"...Εγκώμιο πλεγμένο στ' άγρια κι απόμακρα στοιχειάεκείνα που ασύστολα νανούριζαν, του πόνου το κρεβάτικι απολιθώματα βαρειά, σημάδευαν τους τοίχους,ξυμένα, αχνά, κι απροσδιόριστα, μα τόσο ζωντανά.Θαρρείς και οι χαραγματιές, με μιας θα 'βγαίναν από 'κείχορό να στήσουν, τα σύμβολα παλεύοντας να βρούν.Για να χαράξουν ξέφρενη πορεία, προς τ' άγνωστο,εκεί μακριά,που μήδε νούς, μήδε κι ο πόνος,κάποτε θα φτάσουνΚι ύστερα, απόλυτη σιωπή...Τα δακρυσμένα μάτια αφέθηκαν μονάχα να θωρούν...Τους ξεφτισμένους τοίχους!....Σεπτέμβριος 1995 | September 1995
Οι σκόρποι ήχοι που κάποτε εθύμιζαν ζωή,τώρα π' απόμακροι φαντάζουν, μα και ξένοιΚι οι ξεχασμένες αναμνήσεις μου γυρνούν,να μου θυμίζουν όλα 'κείνα τα παλιάπου το χθές στου σήμερα πανί, προβάλλουν.Τα βλέμματα τα στοργικά, οι κόκκινες ανταύγειεςωσάν βροχής το θρόισμα φωνές,ακούσματα από καιρό, μες στης ψυχής τα βάθη ξεχασμένακι εκείνο το μικρό, πικρό κι αχνό χαμόγελοστα σύννεφα ανάμεσα, μιας μεθυσμένης θύμησης κοιμάται.Αφούγκρασμα της φύσης, στοργικό φτερούγισμαπου στης ψυχής το βάθος όρια αγγίζει.Ξάφνου πετάγονται με μιας οι αναμνήσειςσαν φλογισμένος ποταμός ξεχύνονται μπροστά μου.Στα μάτια, δάκρυα μου φέρνουν, και λυγμούςκαι χάνονται όπως ήρθανε ξανά, εκεί μακριάστης μνήμης το βαρύ φορτίο να στοιβάζουν.Οκτώβριος 1996 | October 1996
Στης φλόγας το τρεμούλιασμα ουρλιάζω,που να σβήσει πάλι πάει, να χαθείΌπως σβήσανε τα όνειρα και 'φύγανκι όλα μείνανε κουφάρια σιωπηλά.Κι εγώ έμεινα μονάχος να φαντάζωτρεμοσβήνοντας σιγά, σαν φλόγα καντηλιούπεριμένοντας κάποιον να με σβήσει.Οι ελπίδες, οι ελπίδες σβήσαν όλεςΤα πουλιά, τα πουλιά 'φύγαν κι αυτάκρεμασμένος στο πρεβάζι, περιμένωένα νόημα, μια στερνή ματιά.Από σένα που αδιάφορα διαβαίνειςτούτη την φτωχή, την ώρα της σιωπήςαγναντεύοντας τ' ορίζοντα το φωςΣ' έψαξα κι απόψε μα δεν ήρθεςΣ' έψαξα σ' ολόκληρη τη γηΣ' έψαξα στου ήλιου τις αχτίδες,μα μόνος περιμένω την αυγήΦεβρουάριος 1997 | February 1997
* Για τα ξεθωριασμένα οράματα που πνίγηκαν μέσα στην περιδίνηση κάποιων "λευκών" ονείρων. Για τις πλατείες - εφιάλτες αδιάφορων πολιτειών Για τα πρώτα, διψήφια χρόνια, που διαβήκανε στραγγίζοντας ρουφώντας αδηφάγα τις ανάσες. Για 'κείνους του υιούς, της μοιραίας πλάνης....Χαμένος μέσα στη νυχτιά, μονάχος συλλογιέμαιβρώμικος και αξύριστος, την τύχη καταριέμαιπου μ' έριξε με μια σπρωξιά σε τούτη τη συνήθειαποτίζοντάς μου την ψυχή με χίλια παραμύθιαΠως ήταν τάχα όνειρο, κι απόψε θα ξυπνήσωτους φίλους τους αξέχαστους, ξανά θα συναντήσωΜα αλίμονο ο άμοιρος, δεν το 'χα φανταστείξυπνώντας πως θ' αντίκρυζα μια αλήθεια τρομερήΣτης χαραυγής το άγγιγμα, στου σούρουπου το βλέμμαστάλα τη στάλα χάνεται, τ' ακάθαρτο το αίμαΚάθε φορά που προσπαθώ, ν' αγγίξω το κορμί μουη σκέψη μου μαραίνεται, σφίγγεται η ψυχή μουΑπόμακρα φαντάζουνε, τα όνειρα που είχα,το γέλιο, το χαμόγελο, και του φιλιού η γλύκαΩσάν του μελλοθάνατου την τελευταία λέξηθα πω απόψε πριν θαρρώ, ο νους μου να σαλέψειΣτης μάνας μου την αγκαλιά, αφήνω την ψυχή μουστα πέρατα τ' ορίζοντα, χαρίζω το κορμί μουΗ νιότη μου σαν την βροχή, ας είναι πλημμυρίδακαι τ' όραμά μου το στερνό, προσφέρω στην πατρίδαΈ, ουρανέ! Εκεί ψηλά, το ξέρω πως μ' ακούςεξάγνισέ με απ' αυτούς, τους πόνους τους φριχτούςΓη - μητέρα κι αδελφή, εδώ που σε πατώΆνοιξε τις αγκάλες σου, απόψε να διαβώ!Ιούνιος 1997 | June 1997
Θεριεύοντας μέσα στης γης, το άϋλο δοξάριχορεύοντας εκείνον τον παράξενο χορό της χαραυγής,του φεγγαριού το άγγιγμα νοσταλγικά θωρώντας.Κραδαίνοντας στα χέρια τους τις δάφνες της σιωπής,σαν πια ν' αντίκρισαν από μακριά,την πολιτεία 'κείνη νοσταλγικών ονείρωνΜα, συμφορά! Σαν να 'τανε το πέλαγο απλωμένοεκεί, ανάμεσα σ' αυτούς και τ' όνειροπου μιας ζωής σκληρής, αδρής και πονεμένηςαποκοτιάς, φλόγας ψυχής τη θέρμη καρτερούσε!Ώ! Χίλιοι δαίμονες, και άλλοι τόσοι αγγέλοι,κινήσαν να σβουρίζουνε μες στου μυαλού τη φρίκη.Όνειρα και οράματα, και τόσοι εφιάλτες,της νιότης ψίθυροι κρυφοί, καθάριοι αποστάτες.Απ' της ψυχής το θέριεμα ολόγυρα χυθήκανκι έσπευσαν κι αδράξανε το φως, την ηλιαχτίδα,τα 'καναν θάλασσες στυγνές, αντάριες, φουσκωμένες.Ωσάν στα βάθη τους θαρρείς να κρύψουν, να βυθίσουνάλλα ναυάγια, ελπίδες προδομένες,που άλλοτε περήφανα στις πολιτείες των ονείρων αρμενίζαν....16 Σεπτεμβρίου 1998 | September 16, 1998
Της γης ο θάνατος, μυριάδες ξωτικά,που σκανταλίζουν την ψυχή και το κορμίσ' ένα ατέρμονο ψιχάλισμα των λέξεωνΤα χιλιάδες λαμπυρίσματα φωτός,ανεκπλήρωτες, ανέγγιχτες υποσχέσειςπου στο κενό αφιερώνουν ην ύπαρξή τουςΈνα μειδίαμα στο τέλμα της απόγνωσης,αποκολλά την σκέψη από το σώμακάτι σαν φράσεις τρεμοπαίζουν στην σκηνή.Κάτι σαν τρομερές, κρυσταλλικές φωνές,πορφυροστόλιστες, ηρωικές επάρσειςανάχωμα στου φόβου το ερημικό σκοτάδι26 Σεπτεμβρίου 1998 | September 26, 1998
Στο μοιραίο τέλος, ένα σεντόνι της φυγής.Άνθρωποι - ποντίκια, επίδοξοι αστέρεςπου στ' ανέμου το φύσημα σκορπούν, εξαερώνονται.Στων ξεφτισμένων δρόμων την ανυπόφορη οσμή.Οσμή θανάτου, αίματος - μια ξέφρενη πορεία.Η λεωφόρος της ντροπής, ανύποπτη διάβαση της φρίκης.Στο βλέμμα της απόγνωσης, εξίσωση περίεργη.Άνθρωποι, κτίρια, όλα μια άμορφη μάζα σιωπής,περιπλάνηση στην βροντερή αλήθεια της ζωής.Κοίταξέ την, άγγιξέ την, βυθίσου στη σιωπή της,στο σκοτάδι π' αναδύεται μέσα από εκτυφλωτικό φως.Ένα δευτερόλεπτο, μια στιγμή, μια ανάσα στο κενό.Χέρια ρυτιδιασμένα, ικετευτικά ανήμπορα υψωμένα προς τη λάμψη.Σ' έναν ήλιο γερασμένο, σ' ένα φως ξεφτισμένο.Ανόητη τελετουργία στο κατώφλι της επιβίωσης.Άδραξε την στερνή τη σκέψη που χάνεται εμπρός σου,πριν το χημικό φως απλώσει τα πέπλα του στην πόλη.Πριν το μυαλό να ταυτιστεί με το αδιάκοπο τρεμόσβημα του πολιτισμού.Η νυχτιά της πολιτείας απλώνει θρασύτατα τα πέπλα της,ρουφώντας άπληστα τον ύμνο της ανθρώπινης υστερίας.Φόβοι, αγωνίες και κραυγές στέκουν απρόσωποι μάρτυρες- Πέρα, κάπου μακριά, μες στο σκοτάδι, το γνωρίζω,μυριάδες βλέμματα, ματιές μας πλημμυρίζουν.Μας νανουρίζουν σ' έναν τελετουργικό χορό ελπίδας.9 Οκτωβρίου 1998 | October 9, 1998
* Είναι ίσως, συγκλονιστικό, πως, μια απλή εικόνα, μπορεί να ισορροπεί ακόμη και πάνω στα δυσκολότερα, στα πιο ποταπά τα χρόνια.Κλαδιά που στ' ορίζοντα το νεφέλωμα,απαιτητικά απλώνονται.Δίχως οργή, δίχως ανάγκηΚάτω από τ' ουρανού,το πέπλο της φυγήςΚάτω από τις γκριζογάλανες,ανταύγειες της ομίχλης.Κάτι τ' απόμακρο,αχνά φεγγίζειμες στον αχό και τη σκιάΚάτι που λάμπει πέρα εκεί,πέρα μακριά... ... πέρα απ' το σύννεφο!Ιούνιος 1999 | June 1999
Φλόγες, λάμψεις, άρωμα φωτιάς,μια απαλή μελωδία αγγίζει τη μνήμηΓαλήνη στο ρυθμό της σιωπήςκι όμως, όμως βράζει η γη,βράζει η φύση, εκρήγνυται η ψυχή.Πλησιάζω, κι όλα διαλύονταιγίνονται ακίδες σκόνης και βοή.Διάχυση στον άνεμο, απρόσμενη ζωή,που αναδύεται από τη σκόνη της ψυχής,πια μοιάζει σαν κατάρα, σαν ευχή.Λαθρεπιβάτης στο ταξίδι της ζωής,ακροτελεύτεια κραυγή, διαπερνά το στέρνο.Κηλιδοφόρος νιότη, ενέχυρο συνωμοσίας,οστά από γυαλί, σάρκα ημίρρευστη,μετάλλαξη της κοινωνίας των άβουλων εθνών.12 Αυγούστου 1999 | August 12, 1999
Ύμνος στις αμέτρητες ρωγμές της συμβατότηταςσκορπισμένες, διάσπαρτες στη μνήμη.Μια ψαλμωδία, μια ωδή στο πεπρωμένοσυμβολική μετάληψη οίνου ηδονήςμετρά τον χρόνο, τις στιγμές της χαραυγής.Μηρυκασμός της ύπαρξης, ματαιότηταΥπερφίαλες, κενές οραμάτων εικόνεςενός κόσμου συντετριμμένου και βωβού.Άρπαγες της νιότης, λύκοι της σιωπήςφλοίδες ελπίδες στον ρυθμό της εποχής.Αγωνίες, τάσεις μιας απόλυτης φυγήςΦυγής προς το κενό, φυγής από τ' απόλυτοεκείνων που στο άγγιγμα τ' ανέμου καταρρέουνΚάστρα σιωπής, πύργοι απόγνωσηςΥψώνουν φράγμα στον ορίζοντα, το βλέμμα μας θωπεύουν.Το χέρι τρέμει στην ιδέα της λήθηςμιας λήθης απόλυτης κι αφοπλιστικής.Τα στοιχειά της φύσης, που άλλοτε αγέρωχα θωρούσαντώρα γίνανε εικόνες, ζωγραφιές και παραστάσειςμυθολογία της φυγής, λογοτεχνία της σιωπής.Μια αιθέρια παρουσία γεννιέται στο μυαλό μουκαθώς τα βλέφαρα σφαλίζουν, στις εικόνες της ζωήςΣτην κορυφή των βράχων στέκει ολόρθη,απόμακρη, ασυγκίνητη, την θάλασσα θωρείμ' ένα βλέμμα δακρυσμένο, θολερό.Ω! Γλυκειά της σκέψης ύπαρξη!Κοίταξέ με, αντίκρυσε της νιότης σου το φωςπου λαμπυρίζει μες στις κόρες των ματιών μουΦλέγομαι, το πρόσωπό σου γύρισε να δωτα μάτια εκείνα που με θέρμη τον Ωκεανό θεριεύουν.Γνωρίζω τ' όνομά σου, κι όμως μια γλυκειά θλίψηαπλώνει τα πέπλα της πάνω σουτόσο που φοβάμαι πια να το προφέρωΜια γλυκιά γαλήνη αναζητώανάμεσα στων βράχων την σκληρή αλμύρα.Τα γόνατα λυγίζουν, τα χείλη τρεμοπαίζουνκαθώς η θολερή μου σκέψη βίαια σε αποπαίρνειΜέσα στον αχό της θάλασσας, και την βοήο ουρανός κι η γη σμίγουν κι εξισώνονταιέως ότου μαζί σου γίνουν ένα, μια γραμμή, ένα σημείο.Τα μάτια σφαλίζουν - το φως της φρίκηςορμητικό, απαιτητικό, με αποπαίρνειΤο μονότονο σύρσιμο της σκέψης με ξυπνάκαθώς η εικόνα σου χάνεται, σβήνει στα όρια της λήθηςΜόνο τ' όνομά σου μένει να αιωρείται στο κενό: Ε λ π ί δ α.10 Σεπτεμβρίου 1999 | September 10, 1999
Ήχοι μιας πόλης ξεχασμένηςστης λησμονιάς το πέρασμα απλωμένης.Μνήμες σκόρπιες, παιγνίδι της σκιάς,μάταια καρτερούν το φώς,την αχτίδα της φωτιάς.Άλλους τους τυραννούν, τους κατατρέχουν,κι άλλους, αλίμονο, στη λήθη τους τυλίγουν.Ήχοι λουσμένοι στης ελπίδας την χροιάήχοι της γης, διαχεόμενοι στο άπειρο.Απόμακροι, κι όμως εκπληκτικά οικείοιαγγίζουν, ψαχουλεύουν με όρμή,όσα περιτυλίζουν στην σιωπή.Σ' εκείνους που το άγγιγμα αισθάνονται,μια πλημμυρίδα ηδονής, προσδίδουν.Ήχοι μιας πόλης ξεχασμένηςωσάν ταξίδι της βοής, συρμένοι.Πτυχώσεις έκφρασης, ανάσες κι αγωνίεςωσάν γρατζουνίσματα ήχων στη σιωπήκινούνται, αργοσαλεύουν ως πέρα μακριάΕμπρός στο βλέμμα τους τσακίζονταιπροσιτές, καλοσυνάτες εικόνες.Πέπλα σε νοσηρές βιτρίνες...... κάτι σαν νοσηρές ελεημοσύνεςΚι όμως φλόγα ψυχής, τρεμούλιασμα.Ανάκρουσμα ζωής στην πλάση...Ποιο ικρίωμα θάρρους;ποιο βλοσυρό κουράγιο γέννησε;15 Σεπτεμβρίου 1999 | September 15, 1999
Ι. ΠΛΗΚΤΡΑΠλήκτρα· χορεύουν, αγωνιούνκάτω από τ' άγγιγμά σουωσάν κελάρυσμα νερώνήχοι· ξεχύνονται δειλά μες στο σκοτάδι.Ταξίδι ξεκινούν, θεριεύοντας ψυχές,τιτλοφορώντας φράσεις ξεχαμένεςκι από καιρούς παλιούς αρχινημένες.Συχνά ατέλειωτες, ημιτελείςέτσι που φαντασίαςκρούοντας τις θύρεςσυντροφεύουν πόθους κι ασίγαστες επάρσειςκι άλλοτε θάβοντας βαθιάέγνοιες, αγκομαχητά.Πλήκτρα· σαλεύουν, ασφυκτιούνπέρα απ' τα δάκτυλά σουη ατμόσφαιρα υποκλίνεταιστο πέρασμα των ήχων.Στριφογυρίζουν, περιελίσσονταισφραγίζοντας το υπερνοητό βασίλειό τουςπάνω από το κενό, την σιωπήαρχέγονα ξυπνώντας ένστικταπου μοιάζουν κάδρων ζωγραφιέςκάποιων άγριων τοπίων της αυγής.Τόσο που τ' άκουσμαγίνεται άρμα, ανάβαση,σκήπτρο της πιο ευγενικής πορείας.Πλήκτρα· ενίοτε πονούντον πόνο της ψυχής σου.Σώπασε· εκεί στον κόσμο τουςκουβέντες, λόγια δεν τους πρέπουν.Πώς άλλωστε μπορεί κανείς,το άλφα με τ΄ ωμέγανα στοιχίσει;ζευγάρι στον χορό τουςνα τα πλάσει;Το ΄να αγγίζει μιαν αρχήτ΄ άλλο, θαρρώ το πέρας,αιώνιες· παράλληλες υπάρξεις,άτμητες στον χώρο, στο κενό.Πλήκτρα· θροΐζουν και ριγούντηρώντας την θωριά σου.Μαιανδρικά κραδαίνοντας ρυθμούςπλακόστρωτα στης θύμησης ταξίδια.Ήχοι· προσκλήσεις ζωηρέςπρος τ΄ άστρα, το φεγγάριΠαρακαλώ! Περάστε θαρρετά!Τον χρόνο μην τηράτε.Εκείνος προσκεκλημένος είν΄ αλλούπέρα· σ΄ άλλες γιορτινές αυλέςεκεί, παρέα, με τις ντάμες του:την λήθη, την ανίαν΄ αναπολεί δίχως ντροπή, φθαρμένα μεγαλεία.Πλήκτρα· συχνά βαρυγκωμούνψηφιδοτώντας το κορμί σου.Κάθε άγγιγμα και μια πληγήθυμός, αγρίεμα· οργή.Ησύχασε· να, τώρα δες:γινήκανε ήχοι, πλέουνεακροδακτύλων ιδιότροπο το ξέσπασμα.Εκείνων που πιότερα σφραγίζανσ΄ ένα κιτρινισμένο στην θωριάχαρτί του εμπορίουπάθη, θύμισες· στοιχειάθαρρείς πως σβήνοντας με μία,μπορούσαν, μολυβιού χροιάς, πορεία.Πλήκτρα· θαρρείς βυθομετρούντα ξύλινα όνειρά σου.Πλήκτρα· ανόητα σιωπούνστ΄ ονειροπόλημά σου.... Υποκλιθείτε ήχοι της ζωής! Φινάλε πράξης πρώτης.* Επίλογος (Ι): Νυν δίχως Αεί... Το ωμέγα κύλησε βαρειά κι αντάμωσε εκεί, απέναντι, το άλφα κάποιας άλλης μελωδίας. Άπλωσαν τα χέρια και για μια μοναχά στιγμή, θαρρείς πως ζύγιασαν την αιωνιότητα ... ΙΙ. ΕΓΧΟΡΔΑΧορδές· τεντώνουν, πολεμούνπίσω απ΄ το τράβηγμά σου.Τι συγχορδίες θλιβερέςεμπνέουν στ΄ ανάκρουσμά τους!Ώ! Μα πόσο γραφικήείν΄ η αλήθεια έμπροσθέν τους!Στάλες θυμού γλυκού· πουφιδωτά, προσφέρουν, αναπτύσσουν.Μαθές πως μειδίασε ο βωμόςστο λάλο άγγιγμά τους·πικρόχνωτες ανάσεςτης γης φυγαδεύουν τον παλμό.Χορδές· εκπέμπουν, οδηγούνπλέρια τα κρίματά σου.Ωσάν ταλάντευση βαρκώνενός πελάγου ανήσυχου, ανταριασμένου.Κι εκεί θαρρείς,πάνω απ΄ τα κύματα,πάνω από τον λευκό αφρόαπλώνουν τα σάπια τους, μα βρωμεράαντάμα λάφυρά τουςκάποιας απόμακρης σπονδής.Εκεί, ανάμεσα στον ουρανόκαι στο απύθμενο βάθος του πελάγου.Χορδές· συχνά παραμιλούντο παραμίλημά σου.Εκείνο το βαθύ, ηρωικόστεφάνι αγωνίας και ντροπήςστις ράχες τους βαρειάγογγύζουν, τα φτερά της ύπαρξης.Αυτά που δεν μπόρεσανλεύτερα ν΄ ανοίξουν· μασυρτά, αγκομαχώνταςσέρνουν πίσω τους· μάρτυρεςμιας ένδοξης, ευγενικής καταγωγήςστα βάθη των αιώνων προδομένης.Χορδές· λαθεύοντας μιλούνγια τ΄ αγκιστρώματά σου.Σαν κάποτε κι άλλες ποταπές,ημέρες σαν φορτίο να στοιβάσουν.Θύρες που μοιάζουνε πιστάη μία με την άλλη.Το Θείο δίλημμα· εδώποια είν΄ η πρέπουσα;Στ΄ άγγιγμα διαλύονται· μακραίνουνσαν να ΄ναι όλες τους βγαλτέςαπό ΄κείνους τους περίεργουςκαθρέπτες στα όνειρά σου.Χορδές· μονότονα κρατούνρυθμούς παραφθοράς σου.Μα αστραποβόλημα στιγμήςσκορπίζουν στην χροιά τους.Τελεία, παύση, σιωπή,στολίζουν την σκιά τους.Κιβωτισμένα όνειρα ζωήςαντάμα μεταφέρουν στο κενόβαρκάρηδες μιας βουλιμίας,εκείνης της ίδιας νοσταλγίαςπου θέλγει την ματιά· απατηλάσκορπίζει την βοή της προς το φως.Χορδές· ανέκαθεν πωλούντα τρύπια ιδανικά σου.Χορδές· ανόητα γελούνγια τα σκιρτήματά σου.... Υποκλιθείτε ήχοι της σιωπής! Φινάλε πράξης δεύτερης.* Επίλογος (ΙΙ): Αεί δίχως Νυν ... Πίσω από την μεγάλη αίθουσα με τους καθρέπτες, εκείνη με τις εκατοντάδες πόρτες, μαθές πως δυο ξεχώριζαν· αντικριστές στην περηφάνεια τους. Φωσφορίζοντα, μεγάλα γράμματα σημάδευαν την παρουσία τους. Της μιας, η είσοδος, της άλλης: έξοδος ...ΙΙΙ. ΚΡΟΥΣΤΑΚρουστά· παράλογα ηχούνστο πρώτο χτύπημά σου.Κι όμως, μύριοι παραλληλισμοίδιαβαίνουν στ΄ άκουσμά τους.Πειρατικά ανήκουστες κραυγές,πυρώνουν το σκοτάδιρυθμικές επινοήσειςικετευτικά ταλαίπωρων ψυχών, π΄ οδύρονται στα τέλματα κοινών·μοναχικών ονείρων χαραυγής.Κίτρινων, θαμπών ονείρωνπεριμένοντας στην μοναξιά το φως.Κρουστά· τι άραγε ποθούνμέσα απ΄ το σάλεμά σου;Τι μυστικές ωδέςκρύβει το σάλπισμά τους;Βογκώντας κι αρρωσταίνονταςθαρρείς οι ήχοι ξεπετώνταιξερά· ειρωνικά· απρόσκοπτα.Μιας ζαλισμένης ηδονής, ίσωςπετάρισμα ψυχής· κι ακόμηεκστάσεις, αναλαμπές να ορίζουν.Ξωτικών τις κλίνες συντροφεύουνρουφώντας αδηφάγα τον έρωτά τουςΚρουστά· αβυσσαλέα λοιδορούντην άμοιρη σκιά σου.Εμπρός τους, λίθινες καρδιέςλιγώνουν· θρυμματίζουν.Οι ψίθυροι· αλλοτινά απαρατήρητοιθεριεύουν· καθίστανται βοήπλήθους στοιχειών στους δρόμους.Εκεί· ανάμεσα σ΄ ανόητους Θεούςπου υψώνουνε ψηλά στον ουρανότην τσιμεντένια κορμοστασιά τους.Θυσία στον βωμό μιας θελγηματικήςκι ανούσιας οπτασίαςΚρουστά· σκεπάζοντας θρηνούντο άθλιο σκήνωμά σουευρύνοντας οπές του σκοταδιού.Μα· μην θαρρείς πως έφθασαν στο φωςμονάχα γκρέμισαν τον τοίχο.Κι εκεί που κάποτε στεκόταναδιαπέραστοι ταγοί της καταχνιάς,τώρα τα μολυβένια κάγκελααπλώνουν την σκιά τους.Κι ας μοιάζουν στην ματιάσκαλιστά, περίπλοκα μνημεία·ανθρώπων, παντοτινά· αιώνια μαυσωλεία.Κρουστά· νοτίζουν, διαπερνούντην μάσκα της καρδιάς σου.Και πίσωθέ τους ξεκολλούνμυριάδες ήχους της ανίας·μιας πρωινής λεωφόρου ο αχός,ή, μήπως, κάποιας άλληςαπόμακρης στιγμής οι κρότοι;Σφυριές· τριξίματα και γδούποι.Όλα· μα όλα συχνωτίζονταισυστήνοντας έναν παλμόστα όρια εκείνα του μικρού·υπόκωφα αδειανού, κρανίου.Κρουστά· ευλαβικά τηρούντο χάρτινο όραμά σουΚρουστά· ανόητα μετρούντο πλάτος της τροχιάς σου... Υποκλιθείτε ήχοι της βοής! Φινάλε πράξης τρίτης.* Επίλογος (ΙΙΙ): Νυν ή Αεί... Μέσα από τους ήχους της λεωφόρου, ο τσιμεντένιος γίγαντας - Θεός, μπορούσε να ξεχωρίσει το ζοφερό ζευγάρωμα των ξωτικών, πίσω από τις γρίλιες χιλιάδων σκοτεινών παραθύρων, π΄ αγόγγυστα ρουφούσαν το λιγοστό, αχνό φως της Πολιτείας ...IV. ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ (ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΠΑΡΣΗ)Ξεπεζεύοντας τ΄ άσπρο άτιμε την διχαλωτή γλώσσαπου έμοιαζε με σύννεφο,κινήσαν όλα γύρω·γινήκανε θαμπά· θολερά κι αχρείαΣφάλεψα; ερώτησε.Κι απόκριση, θαρρώ, δεν πήρε.Όλα μονάχα μοιάζαν πια βουβά,ακίνητα· γελοία.Ήχοι φτάσανε ξανάμ΄ απόηχο στ΄ αυτιά του:Τριλογία σε Λα Ελάσσων...Θώρησε τα Πλήκτρα:σαν να ΄τανε στοιχειάψυχρών πληκτρολογίων.Σαν θώρησε και τις Χορδές,μοιάζανε συρμάτινοι χαλκοίχιλιάδων καλωδίων.Σιμά και τα κρουστά θωρώντας,αντίκρισε με φρίκη,σειριακούς εκτυπωτές επί το έργον .........................................................* Απόφθεγμα (Ηθικόν & μη): Νυν και Αεί... Της Τριλογίας το αίνιγμα, σαν να λύθηκε. Κι αυτό, διότι, (Θεό)πνευστά δεν υπήρχαν. Μα, μια φράση πετάρισε στην σκέψη, θαμμένη εκεί από χρόνια:«Πάν τό έν μακέλλω πωλούμενονεσθίετε μηδέν ανακρίνοντεςδιά τήν συνείδησιν»ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ - Α΄ Προς Κορινθίους, (κεφ.Ι,στ.25)20 Σεπτεμβρίου 1999 | September 20, 1999
Κόκκινα, διαυγή όνειραθέλγουν τις ηδονικές μας αισθήσεις.Σε μια φιάλη σφιχτά· ασφυκτικά σφηνωμένα·θύμισες, βουλήσεις παρουσίες.Συχνά ανάσες κι αγωνίεςάλλοτε πράγματα θαμμένα στη σιωπήκι άλλοτε σύννεφα ζωής.Λευκά ή γκρίζα· ή χωρίςψηλά στον ουρανό το βλέμμα ν΄ αποστρέφουν.Κόκκινα, διαυγή όνειραστου γυαλιού αδύναμα την όψη.Κι όμως, καθώς·σταγόνα τη σταγόνα χάνονταιθέρμη απόμακρη θαρρείς και πως ορίζουν.Όσο νυχτώνει τόσο πια ρόδιναχάσκουν τα πράγματα τριγύρω.Κι έτσι σε μια γνώριμη γλυκειά,ολόφωτη χροιά, απόμερα την πλάνη τους ποντίζουν.Κόκκινα, διαυγή όνειραστεναγμοί ανακούφισης· δροσιάς.Στης μονότονης, πεζής ημέραςανάστημα θεριεύουν ντροπαλό.Κύττα, σιγά, στάλα τη στάλατούτη την ζωγραφιά με πινελιέςδιάσπαρτες μα τόσο γοητευτικέςστυγνές μα τόσο ζωηρές,μυριάδες την στολίζουν.Κόκκινα, διαυγή όνειραμικρές φλογίτσες νοσταλγίας.Θαρρείς ρετρό, ανείπωτα θέλγητραλησμονημένων απ΄ την βιάση·στην σκόνη τυλιγμένων κορνιζώνπου κάπου στα συρτάρια της ζωής,βαθειά κάτω από άχρηστα χαρτιά, θαμμένωνέξαφνα ανασύρονται με μιας·την ξεχασμένη νιότη τους σιμά σκορπώντας.Ζαλισμένα, πρακτικά,κόκκινα διαυγή, κρυσταλλικά όνειρα...22 Σεπτεμβρίου 1999 | September 22, 1999
Ψηλαφώντας στο σκοτάδι,κατόρθωσε να φτάσει εκεί:πέρα, μακρυά στην άκρη της οδύνης.Μπορούσε πια να δειίσως τουλάχιστον για λίγο,την σκιά του λάγνου φεγγαριούκαθώς ανείπωτες ορμέςτου στέλνανε μηνύματα φρικτά,για ΄κείνη την μισόσκοτη πορεία. Πλέγματα, στίγματα ζωής,έσφιγγαν γύρω τους την σήψηεκεί, κοντά στην άκρη της οδύνης.Ακροπατώντας φοβισμένα και δειλάαπέστρεψε το βλέμμα.Συσσωματώματα γινήκανε με μιαςόλα εκείνα τα μικρά, τ΄ ασήμαντα.Ορθώθηκαν στο βλέμμα του μπροστά,εκεί που κάποτε υπήρχε η ζωή. Αέρινες υπάρξεις γύρεψε·τις Λάμνες του νερού και του φωτόςσιμά, γύρω απ΄ την άκρη της οδύνης.Μα, μόνο κάπου μακρυά,μπορούσε να διακρίνειένα μικρό, ασίγαστο, θολό,φεγγίζων φως μες στην ομίχλη.Φαντάζοντας με λέξειςπου πετώνται στον γκρεμό. Πίσω του έχασκε ο Χρόνος·εκείνος που τον έστειλε εκεί,μπροστά στην άκρη της οδύνης.Όσο κι αν νόμιζε κανείςπως θα μπορούσε ίσως να ορίσει,τούτο το τέλος της γραμμής·δεν θα κρατούσε για πολύεκείνη η ψευδαίσθηση σιωπήςστου χρόνου το αέναο κυνήγι. Σιμώνοντας αργά στο φωςξεχώρισε μπροστά του μια θωριά·χαιρέτησε δειλά, ευγενικάμα, απόκριση ξανά· δεν πήρε.Προσπάθησε γι΄ ακόμη μια φοράτην άγνωστη θωριά να αντικρίσει.Κουνώντας το κεφάλι του σαν να ΄νοιωσεπως ήτανε το είδωλο εκείνοβρισκόμενο στην άλλη άκρη της οδύνης. Όμως, τούτη την φορά,δεν άγγιξε την γνώση:πως η άλλη άκρη της οδύνης,δεν ήταν παρά μια καινούρια αρχή,αντίστροφη· αντίθετη· ξανά προς την γαλήνη...23 Σεπτεμβρίου 1999 | September 23, 1999
Ανήμερη· αγριωπήθαρρώ πως ήτανε η νύχτα.Ολόγυρα σκιές, πλαισίωναντο άθλιο τοπίο.Ίσως κι εκείνες οι φωνέςπου άθελα ξεσκίζανε την νύχτα.Κάθε φορά τρομάζοντας· ριγώντας,το βλέμμα πεταγόταν φοβισμένο,αναζητώντας ήχους στη σιωπή. Όλο, μα όλο, ένα τσιμεντένιο όριοένα επί ένα, εκεί ψηλά.Όσο κι αν μάταια να πάσχιζεμέσα του να κρύψει όμορφα δεμένες φράσεις:πατρίδα, λευτεριά ή χρέος,΄κείνη την ώρα άθλιες φαντάζανεσαν βρισιές, σατυρικά χιλιοειπωμένες βλασφημίες· κι ίσως ακόμη πάλι σαν κατάρεςλερώνοντας τους γκρίζους, τσιμεντένιους τοίχους. Μικρά τα παραθύρια προς τον κόσμο.Όχι! Όχι εκείνον τον παλιό, τον γνώριμο,μα κάποιον άλλο, πρωτόγονα ώριμο.Συνήθως κόκκινο ή χρυσαφί,στεφανωμένο με τ΄ απέραντο γαλάζιοτου μελαγχολικού Αιγαίου.Που, πίσω από τα βρώμικα και θολωμένα τζάμια,ζωγράφιζε όμορφα σχήματα γαλήνηςθρυμματισμένων στον αρμό παραλλαγής. (Θαρρώ τώρα πως πάνω του, στέγαζε πλήθος ανυπόμονων κραυγών ομοιόμορφα ταγμένων στην οριογραμμή.) Καθένας από τούτη την πλευρά,κάπου εκεί, γύρω στο ξημέρωμαγια λίγες μοναχά σταλιές στιγμών,σαν, κάτι να αντίκριζε εκεί,στην άλλη άκρη του Αιγαίου.Ό,τι το αγαπητό, το ζηλευτό.Κι όλα εκείνα που τον βίο στο νησί,στοιβάζανε ασφυκτικά σ΄ ένα χαρτί,με τίτλο: νοσταλγία. Κι όμως εκείνες τις στιγμές,ανάρκουδα πεσμένος στην σκοπιά,θαρρείς πως ολάκερος ο κόσμος γύρωχάνεται, σμικρύνει, ξαλαφρώνει·περιορίζεται μόνο σ΄ ένα ξερό κι απόλυτο τραγούδι.Στα χείλη ίσως από την καρδιά ζυγώνει· ανεβαίνει.Μέσα στο κρύο, παγωμένο πρωινό. Τ΄ άρβυλα δεμένα ασφυκτικά,ανίκανα τον πόνο να λυγίσουν.Ανίκανα το τρέμουλο που,θες από το κρύο, κι ίσως κι από τη μοναξιά,συγχέει πια συχνά την λογικήμ΄ εκείνο το ανόητο τραγούδιπου επιμένει να υπάρχει·να ανθίζει, να σκορπάειτο μεθυστικό του άρωμα στην πλάση. ... Παράσταση για έναν θεατήπάνω σ΄ εκείνη την θεσπέσια γραμμή,ξεκινώντας από την θάλασσα που κρύβει νοσταλγία,καταλήγοντας εκεί, πάνω στην κάνη του τζί-τρία.... Αλτ! Τις ει; * Στον άμοιρο Στάθη, που πίστεψε για μια στιγμή, πως στην απόγνωση, αναβολής τροχιά θ΄ αντίκριζε πραγματικά, πίσω απ΄ την κάνη του τζί-τρία. Με φόντο ένα κατάλευκο, τετραγωνισμένο, στιλπνό όνειρο. Ίσως γιατί δεν είχε ποτέ την ευκαιρία ν΄ αντικρίσει, την άλλη όχθη του Αιγαίου....26 Σεπτεμβρίου 1999 | September 26, 1999
Τέσσερις κρίκοι μιας ζωήςγεμάτης ανοσία,κρατούν σφιχτά· με το στανιό, τις θύρες ανοιχτές.Και μία μουσική, συνήθως φευγαλέατηρεί πιστά το μέτρο· τον ρυθμότης κίνησης του δρόμου. Πρώτα μια λέξη φοβερή, η προσδοκία.Όσο κι αν τούτη ΄δω η γειτονιάπ΄ απλώνεται επιδεικτικάκάτω απ΄ το παράθυρό μου,δεν μπορεί να πείσει προς αυτόούτε τον εαυτό της. Πίστεψέ με, φίλε μου καλέ,είν΄ ώρες που απότομα σαλεύει, αγωνιά.Στο σάλεμα εκείνο της κακομοιριάςπου αναδίδει τούτη η πόλη·μα ίσως το άρωμα αυτό να είναιπου γεννά την προσδοκία. Όλα, να, μοιάζουνε νομίζω, με χασμουρητόενός απίστευτου Θεού της πολιτείας.Στοιχειώνουν έριδες πολλές·παντού διάσπαρτες πικρίες.Δρόμοι που γίνανε φωλιέςγια άθλιες πιάτσες, ονείρων σφαλερές θωπείες. Ματιές που χάσκουν σκιερέςπίσω από διάφανες κουρτίνες,απλώνονται αμήχανα προς το κενό.Και πέρα από το πληθωρικό το φωςελκυστικά χαρμόσυνων βιτρίνωνσκιρτά η καρδιά· αποζητά την προσδοκία. Δεν θα μπορούσε ίσως πια να γίνει αλλιώςόσο κι αν θέλαμε να κλείσουμε τα μάτια.Γινήκαμε όλοι ένα· μια κρυφή,ενδόμυχα θαμμένη θαλπωρήχαϊδεύει την ψυχή μας.Τα χνώτα μας κλειδώθηκαν μαζί σε τούτο το κελί. Έτσι λοιπόν καλέ μου φίλεσε τούτη εδώ την γειτονιά, σ΄ αυτή την πολιτεία,είν΄ ώρες που πολύ καλά το νοιώθω·ένα σαν γίνομαι με τον φτωχό· τον πονεμένοκι ένα με τον επαίτη, στην στέρφη του πορεία,εκεί, απόμερα, στους δρόμους, στα σοκάκια. Ένα με τον δύσμοιρο, τον χαρτοπαίχτηκι άλλοτε ένα με τον πλούσιο, τον καταθέτη.Μ΄ εκείνα τα παιδιά, με τα «λευκά» όνειρά τουςκαι με την άτυχη κυρά, μέσα στα φυλαχτά τους.Ένα με τούτα όλα τα κομμάτιαπου στοιχίζουνε το πέρασμα απ΄ τη γη. Φαντάσου όλ΄ αυτά λοιπόν μαζί·χιλιάδες χέρια που απλώνονταικι αγγίζουνε γερά το ένα τ΄ άλλοσε μια χαρμόσυνη γιορτή,ολόγυρα στην ξεφτισμένη πόληκουμπωμένα· σφαλισμένα, σε μία προσδοκία! Έπειτα είν΄ κάτι άλλο, πιο μικρόπου όμως στον ορίζοντα σιμώνεισαν τη βροχή, σαν την ομίχλη,που το πέρασμα διακριτικά σαρώνει·ματώνοντας το τυραννικό τοπίο,το, ίσως αδιάφορα κουλουριασμένο. Έτσι, γύρω από την νιότη μαςτυλίχτηκε και με τα χρόνιαγίνηκε λίπος πλαδαρό· και λέπια.Χονδροκομμένη σάρκα· βορρά·στην τελετουργία της ημέρας,ολοένα και πιο απατηλής. Οι μικρές, κιτρινωπέςλάμπες του δρόμουφωτίζουνε συχνά, δίχως την θέλησή τους,τις μισαλλόδοξες, πυρ-ηνικές πορείεςβουβών, σαβανωμένων λιτανείες·ανώδυνα ακολουθούντων τις σκιές τους. Μπορεί συχνά, ψιθυριστά σχεδόντούτη την εικόνα να μειδιούμε,μα, τίποτε, μα τίποτε,δεν βρίσκεται πια για να ταράξειτην φανερά μακάρια ουσία,φαιά καβουρντισμένης στον μύλο της ζωής. Εδώ γελώ· καθώς μας αντικρίζωθαρρείς και πίσω από καθρέφτη,να πάσχουμε ομαδικά:ένας μόνιμος πριαπισμός του εγκεφάλου·υδροκέφαλοι γίγαντες, να προσπαθούμενα χηρέψουμε από τα οράματά μας, τις σταγόνες της βροχής. Γλυκό μου ταίρι, μοναξιά μου!Είν΄ ώρες σαν κι αυτές, αδύναμες·συχνά σε μακαρίζω,πίσω από την θολή φιγούρατου καπνού που αναδύεταιβαθειά απ΄ τα πνευμόνια μου. Αχ! Να ΄χα τώρα μια σταλιάλευκή, γυαλιστερή, πηχτή μπογιάάσπρο, κατάλευκο να βάψω,τον κόσμο ολάκερο τριγύρωκι έτσι μόνος, ειρωνικά στυγνός·να στέκομαι πνιγμένος στην μαυρίλα μου. Δυο τρύπες χάσκουν θλιβεράστους άδειους τοίχους του κελιού μου.Κι όμως· ποτέ μου δεν κατάλαβαποια να ΄τανε η ένδοξη ζωή τους.Κι έτσι μονάχα τις θωρώ· δυο μάτια θλιβερά,το καθετί κρυφά κατασκοπεύουν. Έχω κι ένα παράθυρο· όμωςπάνω, ψηλά στην κορυφή τουτ΄ αγκίστρια στέκονταισυρταρωτά αφημένα σε σειρά,δίχως τη συντροφιά μεταξωτής·ακόμη και βαμβακερής κουρτίνας. Συχνά, φαντάζομαι εγώπως όλες τους, τις βλέπω:πολύχρωμες, με σχέδια πολλάλικνίζονται στο άγγιγμα τ΄ ανέμου.Αμέτρητες πτυχές, μαιανδρικέςανάλαφρες, μεθοδικά πλεγμένες στη ζωή μου. Μα, πραγματικά και φοβισμένα, ερωτώτο δύστυχο εγώ μου·καθώς δεν ξέρω πια αν τούτες,εμένα κρύβουν απ΄ τους έξωή τους έξω από μένα προστατεύουν. Τέσσερις κρίκοι μιας ζωήςγεμάτης ανοσία,διατηρούν σφιχτά· με το στανιότις θύρες ανοιχτές.Το όνειρο· η μοναξιά,η πέννα μου· κι η προσδοκία.28 Σεπτεμβρίου 1999 | September 28, 1999
Σαν κάτι κίτρινες, κατασχισμένες,φριχτά λεκιασμένες κουρτίνες·κρέμονται οι μισές, προσήνειαυποταγμένες στη φθορά· κουλουριασμένεςέξω από τα σπασμένα και θαμπά,τα παραθύρια εγκαταλειμμένων αρχοντικών. Τα έχω δει παντού· σ΄ όλες τις πόλεις.Στέκονται ΄κει· συνήθωςστ΄ ανατολικά· πνιγμένες συνοικίες,σπαρμένες, αδυσώπητες, αδρέςμπετόν αρμέ ελπίδες.Σαν σιωπηλά· θλιμμένα μαυσωλεία,χορταριασμένες ζούγκλες της σιωπής. Νομίζω πως καθένα απ΄ αυτάδυο ιστορίες έχει για να πει, να ιστορήσει,στον άγνωστο διαβάτη της βροχής. - Γιατί μόνο σε κάτι βροχερές·γκριζωπές ημέρες τις διηγούνται -Η μία ειν΄ χαρμόσυνη, ευχάριστη,συχνά σαρκαστική.Η άλλη μελαγχολική και θλιβερή,αμήχανα μοιραία. Διαβαίνοντας καμιά φορά,θαρρώ πως τα ακούω!Αργά, σιγομουρμουριστά,δειλά να τραγουδούνε.Συνήθως το τραγούδι τους αυτόσυμβαίνει κάποιαν ώραπου όλα γύρω σκοτεινιάζουν·κάτι μικρές, ασήμαντες ωρίτσες, καθώς,του χειμώνα το αφέγγαρο στερέωμασκορπά μια μελαγχολική γαλήνη.Έτσι, αν κανείς βρεθεί εμπρός τουςτούτη την ώρα της γαλήνηςπροσεκτικά κι αφουγκραστεί,ακούει το τραγούδι τους που μοιάζει,με κάτι αναθέματα ψυχής· και μοναξιάς,παλιών ρεμπέτικων της φυλακής. Όπου κι αν πάω, όσο κι αν φύγω μακρυάσε ξένες πολιτείες,πάντοτε θα υπάρχουνε σιμάοι γνώριμες, ανατολικές συνοικίες.Ίσως για να θυμίζουνε πωςσ΄ αυτές τις πόλεις, τίποτεδεν είναι πια δικό μου.Τα πεζοδρόμια - φυλακές.Τα φώτα - αγωνίες.Σαν πλαστικά χαμόγελα, σαν ψεύτικες αυλαίες·σαν ένα άφιλτρο τσιγάρο που σιγοκαίειτα χείλη σου δίχως να το καταλάβεις. Ξημέρωσε κιόλας·φορώ τα μαύρα, αδιαπέραστα γυαλιά μουκαθώς η πολιτεία - φάντασμακαλύπτει τη φυγή μου.Στο πέρας, εκεί στο δρόμο π΄ οδηγείστις τσιμεντένιες ανατολικές συνοικίες,οι θεόρατες μπουλντόζεςετοιμάζονται να ξεράσουν τη χολή τουςμε μένος πάνω στ΄ απομεινάριατων παλιών· εγκαταλειμμένων αρχοντικών. Ανόητοι και αδαείς!Δεν ξέρετε; δεν νοιώθετε ποτέπως τούτα τα αρχοντικάπαντοτινά θα μείνουν χαραγμένα,εκεί, στις ανατολικές τις συνοικίεςτων μοναχικά οριακών ψυχών;Κι οι θεόρατες, αχόρταγες μπουλντόζες σας,δεν ξέρετε πως θα ΄ρθει η στιγμή·μην έχοντας πια τίποτ΄ άλλο να καταβροχθίσουν,την πείνα και τη δίψα τους,την σιχαμένη τους χολή·πάνω στους γυάλινους εθισμούς σας,πάνω στους ψεύτικους θεούς σας να ξεράσουν; ... Την πόλη πια στολίζουνε σκουπίδια· χάρτινες σημαίες...29 Σεπτεμβρίου 1999 | September 29, 1999
Από μικρό παιδί, πολύ μικρό·είχ΄ ένα όνειρο ο Μάνος.Τόσο, που στα πουλιά της σιγαλιάςκαι στα φτωχά τα ερπετά της γηςτο ΄λεγε, το ξανάλεγε.Όλοι το ξέρανε· ακόμηκι εκείνοι οι δύστροποι γέροντεςμε τα σαπισμένα, βρώμικα μπαστούνια.Τον βλέπανε, σκυφτό, συλλογισμένο·τον δρόμο του μικρού χωριού σιγά να τον διαβαίνει.Άιντε βρε Μάνο πια, του λέγανε,υπομονή· κι εκείνο το περβόλι στο βουνό,σιμά, με τον καιρό θαν΄ τ΄ αποκτήσεις. Εκείνος αναθάρρευε ακούγοντας τα λόγια,δίχως ποτέ να καταλάβειτην ειρωνεία, το χαμόγελο, τη φράση·του χωριού τη λυσσαλέα χλεύη.Έτσι, με τ΄ όνειρό του αγκαλιάτις ράχες έπαιρνε και πάλιαναζητώντας ίσως τη χαρά της νιότης·καβαλητά σ΄ ενός ανέμου πέρασμα,ή στα φτερά μιας φλογερήςηδονοφόρας, πεταλούδας. Κι ώρες θα ήτανε πολλές,συχνά και μέρες, ζυγισμένοςανάμεσα στο όνειρο και την ζωήανάλαφρα σχοινοβατώντας.Σκεφτόταν το περβόλι του· μικρό·μα όντας καρπωμένομε δέντρα και κλαδιά βαριάαπό τους ώριμους· κατάσαρκους καρπούςή κι απ΄ όλα τα καλά της φύσης δώρα,πλημμυρισμένο να ΄τανε.Κι απλώνοντας ακόμη το χέρι του κοντά,όλα με μιας να γίνονται χρυσές δροσοσταλιές,κι όμορφες, αραχνοΰφαντες πορφύρες. Τα χρόνια του περνούσανε·τετραγώνισε πια το χωριό:τσιμέντο, πλάκες, σίδερα,όλα γονάτισαν στο διάβα του Ανθρώπου.Μόνο που τ΄ όνειρο του Μάνου,μες στο αδιάφορα θαρρείς πλασμένο του κεφάλι,γινότανε πιο όμορφο· πιο λαμπερά οικείο.Εκεί, στο πλάι του κελαρυστού νερούκάτω από την αρχαία πλατανιάρεμβάζοντας· φλερτάρονταςμε τα ραπίσματα του χορταριού,στο γενετήσιο σμίξιμο με την νυχτερινή την αύρα. Ακόμη κι άλλα χρόνια πέρασαν.Ο Μάνος βρέθηκε στην πόλη·στα χέρια του φουσκάλες έσκαζανμε πύο και με αίμα·καθώς, το φτυάρι, τον κασμάμε δύναμη, σκληρά ταλαιπωρούσε.Μέσα στο κολαστήριο φτυαρίζοντας,τ΄ απομεινάρια κάτω απ΄ της μηχανήςτο θηριώδες, αλλοπρόσαλλο κορμί.Σ΄ ένα παλιό, πνιγμένο στον ιδρώτα,τρισάθλιο εργοστάσιο.Μα, σέρνοντας τα ρημαγμένα πόδια του,αργά το βράδυστην μίζερη παράγκα τουξανά σαν πίσω να γυρνούσε,σ΄ ένα φθαρμένο καναπέ·κολυμπώντας μες στη σκόνητο όνειρό του άπλωνε ξανά·θαρρείς πως πάσχιζε με θέρμη,ίσως γι΄ ακόμη μια φορά, στενά, το επιθεωρούσε................................................................. Τον Μάνο τον εγνώρισαπριν λίγα χρόνια· γέροντα·κατάκοπο, στρυφνό.Σαν τους γερόντους του χωριού τουμε τα σάπια εκείνα, τα ξύλινα μπαστούνια·τον βρήκα πάλι εκεί, στο πλάιτου κελαρυστού νερού,κάτω από την αρχαία πλατανιάενός οικείου, πορφυρού ορίζοντα τ΄ αγνάντεμα,νοσταλγικά να συντροφεύει.Ύστερα διαβήκαμε μαζί για λίγο·μα, τίποτε δεν θύμιζεεκείνα τα μικρά τα χρόνια:τα πουλιά, χαθήκανε από καιρό·στην φύση μια μακάβρια και φοβερή σιγή.Πέρα, μακρυά, μπορούσες πια να δεις,τις σιδερένιες γέφυρες των δρόμων,και τις γυμνές, κατακαμένες ράχες του βουνού.Ακόμη και ΄κείνο το κελάρυσματου άλλοτε γάργαρου νερού,τώρα δεν έμοιαζε παρά·ένας σγουρί, κιτρινωπός πολτός. Μόνο η αρχαία πλατανιάσκυφτή, συλλογισμένη και βουβή·τόσο, μα τόσο πια φθαρμένη, ρημαγμένηέμενε ΄κει για να θυμίζει·σαν των κεριών τα τρεμοσβήματα,λίγο πριν το φυτίλι τουςγια πάντα να σωθεί. Κι έπειτα, τραβήξαμε μαζίτον δρόμο για την πόλη.Εγώ για να κρυφτώπίσω από την στοίβα τα χαρτιά μου.Κι εκείνος, για να πουλήσει πια,το όνειρό του· ζωγραφιές περιβολιών,καρπών πλημμυρισμένων.Σαν συνετός και σοβαρός εμποράκοςτων λαϊκών αγορών της πολιτείας. Ήτανε μόνο αυτό· ξανά τον άνθρωπο δεν είδα.Μόνο που κάθε φορά διαβαίνοντας,τους δρόμους με τις λαϊκές,προσέχω· αφουγκράζομαι και καρτερώ.Μήπως και δω, μήπως και αντικρίσω,τ΄ αέρινα περιπλανώμενο· το όνειρο του Μάνου. * Σ΄ όλες εκείνες τις εικονικές πραγματικότητες· τις virtual reality του πολιτισμού μας. Πώς γίνεται; είπε,φανατισμένοι· στειροκέφαλοι φωστήρεςτις τύχες μας, στυγνά να ορίζουν;Κι έπειτα, πατώντας ελαφρά,στα χνάρια επάνω εκείναπου ήτανε βαθειά στο χώρο χαραγμένατα ακολούθησε πιστά.Σαν από άστρο σ΄ άστρο λαμπερό,με ένα σάλτο να πηδούσε.Δεν το κατάλαβε· όπως στη βιάση τουβαριανασαίνοντας εμπρός θα προχωρούσε,τ΄ αστέρια φάνταζαν μικρά, ασήμαντα φορτία. Πως βρέθηκα εδώ; ξανάπε.Στο τελευταίο, φωτεινό αστέρι που στεκόταν,τα πάντα στέρεψαν θαρρείς μπροστά·ένα απύθμενο κενό.Τώρα πια όσο κι αν έστρεψε το βλέμμα πίσω,ένα απίθανο κουβάρι·αόριστα τεθλασμένων πορειών αντίκριζε.Ελπίδα για να ξαναβρεί τον δρόμο του, καμιά.Στράφηκε εκεί από κάτωστο λαμπρό αστέρι που πατούσε.«Αστέρι μου καθάριο, φωτεινό,πώς διάολο τον δρόμο μου θα βρω;».Αντί γι΄ απόκριση μονάχαένα υπόκωφο, απόκοσμο βογκητό·κι ένα πικρό, σαρκαστικό, άηθες γέλιο. Θα ΄θελε ίσως κι άλλα να ρωτήσειμα, η μιλιά του κόπηκε.Καθώς για πρώτη και στερνή φοράκοιτούσε την αλήθεια.Κι εκείνη τη στιγμή,όλα, με μιας μεταμορφώθηκαν μπροστά του.Το λαμπερό, το φωτεινό αστέρι που πατούσε,τώρα έμοιαζε και πάλι λαμπερό·σαν γλόμπος, κάποιου από ΄κείνουςτους φανατισμένους, στειροκέφαλους φωστήρες. Τώρα σαν τύχει να περάσει πια κανείςαπό εκείνο το λαμπρό στερέωμα,διάσπαρτων· σαβουροκέφαλων φωστήρων,μπορεί να δει ακόμη εν΄ αστέρι: το δικό του.Αυτή ήταν η λαμπρή κατάληξηεκείνης της ανόητης πορείας.Μυριάδες τεθλασμένοι δρόμοι,φέρνουνε λίγο πιο κοντάτ΄ απύθμενο κενό... .... ακόμη λίγο πιο κοντά!Οκτώβριος 1999 | October 1999
Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,σαν ψίθυρους της θλίψηςείναι γιατί ποτέ θαρρώ δεν μπόρεσα,εμένα ν΄ αντικρίσωπίσω από το παχύ, απατηλό·στρώμα ραστώνης· ευδαιμονίας.Ίσως και να ΄ναι πάλι πωςωσάν εκείνα τα μεγάλα κι άχαρα,τα ρωμαλέα πλοία,πάντοτε θα ΄θελα στην ανοιχτή·φουρτουνιασμένη θάλασσα,ν΄ αποθέσω την ψυχή μου. Κι όμως, ακόμη και η όμορφη,λυτρωτική, φθαρμένη μου φυγήείν΄ ώρες πια που μοιάζει με λιποψυχία.Δεν ξέρω αν αυτό το δύσμοιρο τραγούδι μουείν΄ ένας ύμνοςή ένα ανυπόφορο ή γοερό μοιρολόι.Μα, στο πέρασμα μιας πύρινης ψυχήςμοιραία υποκλίνομαι· καθώςμε τούτη γεννηθήκαμε, και τούτηστο σταρένιο μονοπάτι της ζωής,θα πορευτούμε. Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,σαν ψίθυρους της θλίψηςείναι γιατί μπροστά μου ίσως νότισανχιλιάδες αγωνίες της φυγής.Ακόμη και τα σιδερένια κάγκελασαν κάποτε λυγίσαν· υποκλιθήκαν στη σγουριάστο πέρασμα τ΄ αλώβητου του χρόνου.Κι όμως· καλοδεχούμενος, ας είναι·αρκεί να μένουν όλ΄ αυτάπου αυλακώνουν ανεξίτηλα,το πέρασμά μας από τούτη ΄δω τη γη. Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές,σαν ψίθυρους της θλίψηςείναι γιατί μοιάζουνε θαρρώ,με άγριες τσουκνίδες·ανόητα φυτεμένεςσ΄ ένα παρτέρι λεωφόρουτούτης της μπετονένιας πολιτείας·τούτης της τσιμεντένιας μας πορείας. Ετούτα είναι τα τριάκοντα αργύριά μου·τα κάλπικα, αργύριά μου·η προδοσία μου στον κόσμο της βοής.Οι ψίθυροι, το δάκρυ·ο, του δικού μου αίματος, αγρός! THE END